Είναι όμως η τιμωρία κατάλληλη μέθοδος αποτελεσματικής πειθαρχίας; Πόσο βοηθάει το παιδί να αντιληφθεί το λάθος του, να μην το επαναλάβει και να διορθώσει τη συμπεριφορά του; Όπως στα περισσότερα ζητήματα που απασχολούν μεγάλες μερίδες κόσμου, έτσι και η τιμωρία έχει συγκεντρώσει τόσο υποστηρικτές όσο και επικριτές. Αυτό που αμφότεροι ομολογούν είναι ότι η τιμωρία είτε μαρτυρά την ύπαρξη προστριβών είτε και δημιουργεί προστριβές η ίδια. Επίσης ακόμα και όσοι αποδέχονται την τιμωρία σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζουν τη σωματική τιμωρία. Αντιθέτως καταδικάζουν κάθε μορφή της ακόμα και αν πρόκειται για μία «ξυλιά στον ποπό» ή ένα τράβηγμα του αφτιού.
Από το σημείο της αποδοχής και μετά υπάρχουν και ορισμένες προδιαγραφές της τιμωρίας προκειμένου αυτή να είναι αποτελεσματική.
Ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί ότι αυτή δεν πρέπει να μετατίθεται χρονικά, αλλά να εφαρμόζεται τη στιγμή της πράξης. Πάντα βέβαια η τιμωρία πρέπει να είναι ανάλογη της αιτίας της ως προς την αυστηρότητα που επιδεικνύουμε. Ο λόγος που επιτάσσει την αυτοστιγμεί τιμωρία είναι για να μην χάσει τη σημασία της και για να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ιδίως για τα μικρότερα παιδιά, δεν είναι εύκολα κατανοητή η σχέση που συνδέει την τιμωρία με μία πράξη που έγινε πριν αρκετή ώρα. Αντιθέτως μπορεί να θεωρήσουν το γονιό κακό ή άδικο[1].
Πέραν των ανωτέρω, και πάλι σύμφωνα με τον Aldo Naouri, η αποτελεσματικότερη τιμωρία για τα μικρά παιδιά είναι η στέρηση της συντροφιάς των γονιών.
Για το λόγο αυτό προτείνει την απομόνωσή τους στο δωμάτιό τους ή σε κάποιον άλλο χώρο, που όμως δεν θα μπορεί να τρομάξει ή να χτυπήσει (άρα όχι σκοτάδι). Μάλιστα θα πρέπει να τονίσουμε στο παιδί ότι θα του ανοίξουμε όταν κρίνουμε εμείς ότι είναι η ώρα και εν τω μεταξύ θα πρέπει να σκεφτεί το λάθος του. Σε περίπτωση δε που διαμαρτύρεται το παιδί και χτυπάει την πόρτα, θα πρέπει να του θέσουμε ως προϋπόθεση για να την ανοίξουμε, το να ηρεμήσει. Έτσι όταν πια περάσει η αναστάτωση θα λήξει και η τιμωρία ώστε να συζητήσουμε πια ήρεμα.
Βέβαια, πάνω από όλα ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι είναι εφικτό να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας χωρίς τιμωρία.
Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε έγκαιρα τη σημασία της ιεραρχίας των σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Πρέπει να είμαστε αρκετά αποφασιστικοί ώστε να μην ακυρώνουμε οι ίδιοι τις απαγορεύσεις και τους κανόνες που θέτουμε.Δεν πρέπει να μας παρασύρει η πίεση που μας ασκούν τα παιδιά ή ο έντονος θυμός που μας προκαλούν οι μη αποδεκτές συμπεριφορές τους.
Υπάρχει, όπως αναφέραμε και στην αρχή, και η μερίδα των επικριτών της τιμωρίας.
Οι συγγραφείς και σύμβουλοι επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και ενηλίκων Αντέλ Φέιμπερ και Ιλέιν Μάζλις[2], θεωρούν ότι η τιμωρία δεν έχει αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα αποσπά την προσοχή. Αντί το παιδί να μετανιώσει για αυτό που έκανε και να σκέφτεται πώς να το διορθώσει, ασχολείται με τις εκδικητικές του τάσεις. Σκέφτεται ότι οι γονείς του είναι κακοί και ότι πρέπει να κάνει κάτι για να τους τιμωρήσει με τη σειρά του. Έτσι, μπορεί να επαναλάβει το λάθος αλλά πιο μεθοδικά ώστε να μην γίνει αντιληπτό. Μπορεί ακόμη να επινοήσει μία αδιαθεσία ή αρρώστια προκειμένου να καλλιεργήσει ενοχές στους γονείς και να τους κάνει να μετανιώσουν.
Ακόμα χειρότερα το παιδί μπορεί να νιώθει ένοχο και να θεωρεί ότι είναι κακό σε μόνιμο βαθμό. Αυτό μπορεί να μειώσει την αυτοεκτίμησή του και το οδηγεί από το ένα λάθος στο άλλο με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί ν κάνει τίποτα σωστά. Στην πραγματικότητα, τιμωρώντας ένα παιδί του στερούμε τη βασικότατη διεργασία της αντιμετώπισης της κακής συμπεριφοράς. Και ναι το παιδί πρέπει να έρθει αντιμέτωπο με τις συνέπειες μίας άσχημης συμπεριφοράς αλλά όχι μέσω της τιμωρίας. Σε μία σχέση στοργής, όπως είναι η σχέση γονιών προς παιδιά, δεν υπάρχει χώρος για τιμωρία.
Άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η τιμωρία συχνά μαθαίνει στο παιδί να συμπεριφέρεται ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο από τον επιθυμητό.
Δηλαδή το μαθαίνει να φωνάζει, να φοβάται, να χτυπά τους άλλους, να ντρέπεται, να είναι ύπουλο και να ξεσπά στους άλλους όταν είναι θυμωμένο. Στην πραγματικότητα το παιδί μέσα από την τιμωρία λαμβάνει ένα εσφαλμένο είδος προσοχής. Ειδικά αν είναι η μοναδική προσοχή που δέχεται από τους γονείς, μοιραία θα συμπεριφέρεται συχνά με τρόπο που θα την κερδίσει έστω και αν αυτός σημαίνει την τιμωρία του.
Άλλες φορές πάλι, το παιδί επιλέγει να θάψει την άσχημη συμπεριφορά του. Αυτό σημαίνει ότι είτε τη σταματάει μπροστά στους γονείς αλλά συνεχίζει να την κάνει κρυφά προκειμένου να μην τιμωρηθεί. Φράσεις όπως «Μην σε ξαναδώ να το κάνεις αυτό», περνάνε στο παιδί το μήνυμα ότι είναι σημαντικό να μην πιαστεί κατά τη διάρκεια της κακής συμπεριφοράς. Δεν το βοηθάνε να κατανοήσει ότι η ίδια η συμπεριφορά είναι που πρέπει να διορθωθεί. Αντίστοιχες τακτικές συχνά καταλήγουν στην πειθαρχία μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η τιμωρία. Δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι πρέπει να υπακούμε σε συγκεκριμένους κανόνες ή ότι υπάρχουν σωστές και λάθος συμπεριφορές και πράξεις[3].
Πέραν των ανωτέρω η σωματική τιμωρία όχι απλώς δεν αναστέλλει τη βία αλλά την ενθαρρύνει.
Δίνει στο παιδί ένα πρότυπο και του υποβάλλει να μιμηθεί τη βίαιη και τιμωρητική συμπεριφορά. Μαθαίνει στο παιδί να αποφεύγει τυχόν συναισθήματα ενοχής για την κακή του συμπεριφορά. Αυτό συμβαίνει καθώς η τιμωρία κατά κάποιον τρόπο «ακυρώνει» την πράξη. Μιας και το παιδί μέσω αυτής πληρώνει την αταξία του, μετά την έκτισή της μπορεί να επαναλάβει την ίδια πράξη χωρίς αναστολές [4].Το βοηθά δε να αναπτύξει μία ισχυρότερη ικανότητα αντίστασης και ανυπακοής και στην πραγματικότητα οι γονείς που την εφαρμόζουν απλώς δεν έμαθαν κάποιον άλλο τρόπο πειθαρχίας[5].
Εξάλλου, η πειθαρχία από μόνη της ως πράξη μπορεί να δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση. Πρόκειται για μία καθοδήγηση που βοηθά τους ανθρώπους να αναπτύξουν εσωτερικό αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία και αποτελεσματικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και απαιτεί αμοιβαίο σεβασμό και εμπιστοσύνη προκειμένου να λειτουργήσει. Αντιθέτως η τιμωρία απαιτεί εξωτερικό έλεγχο πάνω σε ένα άτομο και ενέχει βία και εξαναγκασμό και σπανίως σεβασμό και εμπιστοσύνη[6].
[2] Αντέλ Φέιμπερ & Ιλέιν Μάζλις, Πώς να μιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν & πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν, «Η βίβλος των γονιών» The Boston Globe, Μετάφραση: Άννα Κοντολέων, εκδόσεις: Πατάκη, 5η έκδοση 2017, σελ. 141.
[3] Τζέρρυ Γουάικοφ, Μπάρμπαρα Γιούνελ, Πειθαρχία χωρίς ξύλο και φωνές, Μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Μίνωας, 2017, σελ. 25-26
[4] Βλ. Σέλμα Φράιμπεργκ, Τα μαγικά χρόνια, εκδ. Παρισιάνου 1971, μετάφραση: Ρένα Παπαθανασιάδη
[5] Βλ. Dr. Fitzhung Dodson, How to Father, Signet, 1974 και Ρούντολφ Ντράικορς, M.D., Η πρόκληση να είμαστε γονείς, εκδ. Θυμάρι, 2006
[6] Βλ. Brian G. Gilmartin PhD, “The Case Against Spanking”, Human Behavior, Φεβρουάριος 1979, τομ. 8 αρ. 2
Τα παιδια μας δεν θα πρεπει να τα τιμωρουμε γιατι τα πραγματα θα γινουν χειροτερα. Δηλαδη δεν θα πρεπει να χρησιμοποιουμε στα παιδια τον αρνητικο λογο, αλλα τον θετικο δηλαδη να μην τα πουμε οτι θα μπουν τιμωρια αν δεν καθονται ησυχα αλλα να τα πουμε οτι. Αν εισαι φρονιμος ή φρονημη τοτε θα σου παρουμε ενα παιχιδι. Τα παιδια υπακουνε στον θετικο λογο.
Πάντοτε ο θετικός τρόπος να πούμε κάτι, να κάνουμε μια παρατήρηση ή υπόδειξη λειτουργεί καλύτερα από την απαγόρευση, το μάλωμα και εν γένει τη χρήση λέξεων με αρνητική χροιά, και μάλιστα είναι πιθανότερο να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα με διάρκεια στο χρόνο. Συμβάλλει όχι στην εξασφάλιση της υπακοής εδώ και τώρα αλλά στην εκπαίδευση ως προς το σωστό και αποδεκτό τρόπο συμπεριφοράς. Ευχαριστούμε πολύ για το σχόλιό σας!