Στην εφηβεία τα παιδιά αρχίζουν να απομακρύνονται από τους γονείς και να προσκολλώνται προς τους συνομηλίκους τους.

Ή επιζητούν συχνά την ησυχία του δωματίου τους μακριά από την επίβλεψη των γονιών. Η επικοινωνία μας μαζί τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Αρχίζουν να νιώθουν ανία με τους μεγάλους γιατί δεν έχουν κοινά σημεία ενδιαφέροντος για συζήτηση, ενώ έχουν την τάση να επιζητούν την αυτονομία. Ταυτόχρονα γίνονται αντιδραστικά και επιμένουν να μας αντιτίθενται. Έρχεται, εν ολίγοις, η ώρα να αποδεχτούμε πως δεν θα είμαστε πια το πρώτο άτομο με το οποίο το παιδί μας θα μοιράζεται χαρές, λύπες, προβληματισμούς, στόχους και ανησυχίες. Θα είμαστε βέβαια το τελευταίο αποκούμπι αλλά τα πρωτεία μετατίθενται στους φίλους πια και όσο πιο εύκολα το δεχτούμε τόσο ευκολότερη θα είναι η σχέση μας και τόσο λιγότερες οι συγκρούσεις με το έφηβο παιδί μας.

Τι κάνουμε τότε; Πώς χειριζόμαστε αυτή τη δύσκολη ομολογουμένως περίοδο που η επικοινωνία με το παιδί μας δεν είναι η καλύτερη δυνατή;

Πρώτα- πρώτα χρειάζεται να επιστρατεύσουμε όλη την υπομονή και την ψυχραιμία μας, απαντώντας με την κοινή λογική, όσο το έφηβο παιδί μας εξασκεί την επιχειρηματολογία του. Μάλιστα, είναι σκόπιμο να επικροτούμε τις εύστοχες παρατηρήσεις του και να συγκρατούμε τον επερχόμενο εκνευρισμό μας όταν αρχίζει να μας ασκεί κριτική. Ίσως είναι προτιμότερο να διακόψουμε τη συζήτηση ή να την αναβάλουμε με κάποια πρόφαση από το να υπερβούμε τα όρια μας και να διαπληκτιστούμε μαζί του.

επικοινωνία-αδιαφορία

Ιδίως στο θέμα της κριτικής, μπορούμε να το βοηθήσουμε να εισάγει την αντιπρόταση.

Και φυσικά το σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις των άλλων, κάτι που θα πρέπει βέβαια να δείξουμε πρώτοι εμείς προς τις δικές του απόψεις. Το πρώτο που πρέπει να κατανοήσει το παιδί μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι ότι το να διαφωνούμε με την άποψή του δεν ισοδυναμεί με απόρριψη του ίδιου και της προσωπικότητάς του. Μάλιστα αν το ακούσουμε υπομονετικά όσο μας κάνει «κήρυγμα» και κατανοήσουμε ότι δεν εννοεί κάθε μομφή που εξαπολύει εναντίον μας, τότε το βοηθάμε να εκτονωθεί και είναι πιθανό να ζητήσει από μόνο του να συμφιλιωθούμε.

Κάτι πολύ σύνηθες στην εφηβεία είναι τα παιδιά να διαμαρτύρονται ότι τα «ζαλίζουμε» ή ότι δεν τα καταλαβαίνουμε.

Ίσως αυτό να μεταφράζεται σε πίεση. Ίσως τα παιδιά νιώθουν ότι έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις ή προσδοκίες από αυτά. Ίσως τα επιφορτίζουμε με την ευθύνη και το βάρος δικών μας θυσιών. Ίσως δεν εννοούμε να σεβαστούμε την αυξημένη ανάγκη για ιδιωτικότητα, ελευθερία και προσωπικό χώρο ή αμφισβητούμε την αξιοπιστία και το ποιόν των φίλων τους. Μπορεί ακόμα να μην εμπιστευόμαστε το παιδί μας. Όλα αυτά καθιστούν την επικοινωνία μας μαζί του λιγότερο αποτελεσματική.

έφηβος-απόρριψη

Καλό είναι λοιπόν να προτείνουμε μια ειλικρινή κουβέντα στο παιδί που εκφράζει τέτοιες διαμαρτυρίες.

Με αληθινή πρόθεση να το ακούσουμε υπομονετικά ώστε να βρούμε μια λύση μαζί. Ακόμα και αν διαφωνήσουμε είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την οπτική του. Μόνο έτσι θα διατηρήσουμε ανοιχτή την πόρτα και την ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ μας. Βεβαίως θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι πλέον οι ρόλοι αρχίζουν να αντιστρέφονται και ότι δεν αποφασίζουμε πλέον εμείς για λογαριασμό του παιδιού αλλά θα πρέπει να του παραχωρούμε σιγά σιγά τα πρωτεία σε κάποια θέματα (π.χ. πως θα ντυθεί).

Ειδικά ως προς τις ελευθερίες που διεκδικούν ολοένα και περισσότερο οι έφηβοι, καλό είναι να μην αντιδρούμε υπερβολικά.

Μια καλή λύση είναι η σταδιακή εκχώρηση ελευθεριών, όχι όμως άπαξ. Εφόσον το παιδί επιδείξει τη δέουσα ωριμότητα στη διαχείρισή της, τότε μπορούμε να διαπραγματευτούμε μια επέκταση. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο της ανάκλησης του προνομίου. Καλό είναι να επανεξετάζουμε το εύρος των ελευθεριών ανά τακτά διαστήματα, π.χ. κάθε μερικούς μήνες. Είναι, όμως, εύλογο να διεκδικεί την ελευθερία και την ενηλικίωση αντιδρώντας στη γονική μας «εξουσία» με αμφισβήτηση και απόρριψη. Καλό είναι να αναρωτιόμαστε μήπως δεν φταίει πάντα το παιδί, όταν ερχόμαστε σε σύγκρουση ή μήπως εμείς αντιδρούμε υπερβολικά.  Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να βάζουμε τα όρια μας.

συζήτηση-όρια-έφηβος

Απλώς είναι προτιμότερη, όπως και στις μικρότερες ηλικίες βέβαια, η επιβολή μιας συνέπειας σε μία πράξη και όχι ως συνάρτηση της προσωπικότητας ή του χαρακτήρα.

Πχ είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να πούμε σε έναν έφηβο ότι αν δεν τελειώσει τα μαθήματά του δεν θα μπορέσει να πάει σινεμά παρά να αρχίσουμε έναν καβγά για το πόσο ασυνεπής είναι και για το ότι δεν ιεραρχεί σωστά λ.χ. τις υποχρεώσεις και τις προτεραιότητές του. Σε κάθε περίπτωση ας αποφύγουμε τη συναισθηματική αποξένωση και κάθε στάση που μπορεί να εκληφθεί ως στέρηση της αγάπης και έλλειψη διάθεσης για επικοινωνία. Η αγάπη μας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για το παιδί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του και ποτέ δεν θα πρέπει να νιώθει ότι τη στερείται αντί κάποιας άλλης συνέπειας.

Φυσικά έχει σημασία να μην εμπλέκουμε τους φίλους του παιδιού στις μεταξύ μας διαπραγματεύσεις.

Να μην εξαρτούμε το εύρος των ελευθεριών που παραχωρούμε από την ύπαρξη ή μη εμπιστοσύνης προς αυτούς. Το ζητούμενο είναι να αντιμετωπίσουμε το παιδί μας με την ωριμότητα και την εμπιστοσύνη που απαιτεί η ηλικία του και ο χαρακτήρας του, ανεξάρτητα από τις παρέες του.

Εννοείτε ότι δεν είναι λογικό να προσπαθούμε να γλυτώσουμε το έφηβο παιδί μας από λάθη που είναι αναμενόμενο να κάνει.

Ακόμα και αυτά είναι σημαντικά για την ωρίμανσή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Σίγουρα η διακριτική επίβλεψή μας είναι απαραίτητη. Και οι παρεμβάσεις μας στο εξής θα πρέπει να είναι εξίσου διακριτικές. Ένα αθώο κατ’ εμάς σχόλιο μπορεί να εκληφθεί ως κακοπροαίρετη κριτική. Αν όμως εμμένουμε να του κρατάμε το χέρι καθώς σταδιακά κάνει βήματα προς την ενηλικίωση και την αυτονόμηση, τότε το παρεμποδίζουμε να σταθεί στα πόδια του[1].

μαμά-έφηβη-κόρη-συζητούν

Οφείλουμε ωστόσο να το προφυλάξουμε απ’ όσα δεν είναι ακόμα έτοιμο να αντιμετωπίσει.

Και για να είμαστε ακόμη ειλικρινέστεροι, σύμφωνα με τη Philippa Perry[2], είναι προτιμότερο να παραδεχτούμε ότι εμείς δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε τις προεκτάσεις από μια ενδεχόμενη διεύρυνση ορίων και ελευθεριών. Κάτι τέτοιο δεν θέτει εν αμφιβόλω την εμπιστοσύνη μας προς το παιδί, την οποία χρειάζεται και το ίδιο να θεωρεί βέβαιη.

Ως προς τη θέση των ορίων, είναι ουσιώδες αυτή να γίνει την κατάλληλη στιγμή.

Και αυτή δεν είναι μετά από έναν καβγά φυσικά. Το ιδανικό είναι να γίνει στο πλαίσιο κάποιας συζήτησης σε ουδέτερο χρόνο. Ή ακόμα και αν αφορμή είναι ένας καβγάς ας αφήσουμε κάποιες ώρες να φύγει η εκατέρωθεν ένταση και αφού πια έχουμε όλοι ηρεμήσει συζητάμε και επαναπροσδιορίζουμε το επίμαχο θέμα (πχ χρόνος στον υπολογιστή, ώρες εξόδου τα βράδια, χαρτζιλίκι κλπ). Στη συζήτηση αυτή καλό είναι να δηλώνουμε τα συναισθήματά μας και τις προσδοκίες μας, υποδεικνύοντας στα παιδιά πώς να επανορθώσουν προτείνοντας αν χρειάζεται πιθανούς τρόπους και επιλογές. Η επιβολή των συνεπειών καλό είναι να έπεται της παραπάνω συζήτησης[3].

εφηβεία-διαμάχη

Εστιάζουμε πάντα στο ότι οι συνέπειες (και όχι η τιμωρία) αποτελούν φυσικό επακόλουθο κάποιων συμπεριφορών μας.

Και ότι υπάρχουν για όλους μας σε κάθε τομέα (βλ. επαγγελματικά) και όχι μονάχα για τα παιδιά. Καλό είναι να αποφεύγουμε την τιμωρία ακόμα και σαν όρο γιατί συνδέεται με αυταρχικότητα και δεν βοηθά το παιδί να αντιληφθεί τη θέση του στην επιβολή της. Πρέπει βέβαια πάντα να φροντίζουμε οι συνέπειες (που θα ορίζουμε από πριν) να μπορούν να εφαρμοστούν ώστε και οι ίδιοι να είμαστε συνεπείς με την επιβολή τους για να έχουν νόημα[4].

Η σημασία της συζήτησης γύρω από τη θέση των ορίων είναι μεγάλη καθώς, όταν ο έφηβος συμμετέχει στην όλη διαδικασία, είναι ευκολότερο να κατανοήσει και την αναγκαιότητα των ορίων και να τα αποδεχτεί.

Ιδίως αν ερωτηθεί για τη γνώμη του θα νιώσει και μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Διατυπώνουμε, επομένως, το πρόβλημα, και ζητάμε την άποψή του. Έπειτα λέμε τη δική μας και προτείνουμε να βρούμε από κοινού λύση, καταγράφοντας πιθανές ιδέες από τις οποίες θα πρέπει να επιλέξουμε αυτήν ή αυτές που ικανοποιούν και τους δύο σε ένα πλαίσιο εύλογων συμβιβασμών[5].

επικοινωνία-συζήτηση-όρια

Οι παραβιάσεις των ορίων μπορεί μεν να μην εξαλειφθούν ολωσδιόλου, θα είναι, όμως, σίγουρα λιγότερες.

Θα γίνονται κατόπιν μεγαλύτερης περίσκεψης και φυσικά θα είναι πιθανότερη η παραδοχή τους από την πλευρά του έφηβου παιδιού μας. Τέλος, είναι σκόπιμο να αφήνουμε σε κάποια θέματα ελεύθερο το παιδί, χωρίς όρια, ώστε να νιώθει ότι υπάρχουν κάποιες σφαίρες πιο προσωπικές για τις οποίες αποφασίζει εξολοκλήρου μόνο (π.χ. ντύσιμο, μουσική, μαλλιά). Σε κάθε περίπτωση οι συνέπειες που επιβάλλουμε στην παραβίαση των ορίων δεν θα πρέπει να οδηγούν σε απόγνωση τον έφηβο ώστε να μην νιώσει ασφυκτική πίεση που μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα ή απρόβλεπτα[6].

Εν κατακλείδι εκείνο που πρέπει από την πλευρά μας να κατανοήσουμε ως γονείς, είναι πως στην επικοινωνία με τον έφηβο εμείς είμαστε οι μεγαλύτεροι και ωριμότεροι.

Επομένως έχουμε και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης ώστε να διατηρηθεί μια συζήτηση εντός λογικών πλαισίων και να τη διακόψουμε πριν εξελιχθεί σε διαμάχη, αναβάλλοντας τη διεξαγωγή της σε μια πιο ουδέτερη χρονική στιγμή που θα είμαστε όλοι πιο ήρεμοι.

επικοινωνία-ανάκριση

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αποφεύγουμε συστηματικά τη συζήτηση.

Ίσα ίσα, θα πρέπει να είμαστε πάντα διαθέσιμοι για επικοινωνία, ακόμα και όταν η ώρα που το παιδί ανοίγει κουβέντα δεν είναι η πλέον κατάλληλη. Βοηθά, μάλιστα, πολύ στο να νιώθει την ασφάλεια της παρουσίας μας το παιδί το να μιλάμε έστω και για ελάχιστο χρόνο μέσα στη μέρα ακόμα και σε στιγμές που είμαστε εκτός σπιτιού, όπως την ώρα που σχολάει και εμείς είμαστε ακόμα στη δουλειά.  Ή ακόμα να ορίσουμε μια μέρα και ώρα της εβδομάδας που θα περνάμε χρόνο με το παιδί κάνοντας βόλτα, ψώνια κλπ και θα αξιοποιούμε την ευκαιρία για να μιλήσουμε για οτιδήποτε το απασχολεί, ακόμα και αν απλώς ανταλλάξουμε τα νέα της εβδομάδας.

Βαρύτητα πρέπει να δίνουμε και στα συναισθήματα.

Είναι σημαντικό το έφηβο παιδί να μας εκφράσει ελεύθερα το πως αισθάνεται. Και αν δούμε ότι δυσκολεύεται ας δώσουμε τη σκυτάλη ξεκινώντας εμείς πρώτοι με τα δικά μας. Και αν δεν θέλει τη γνώμη μας αλλά απλώς έναν ακροατή για να τον ακούσει και να τον καταλάβει, ας προσφέρουμε τα αφτιά και την προσοχή μας χωρίς κάτι παραπάνω. Η ουσιαστική επικοινωνία συχνά δεν χρειάζεται λόγια αλλά ενεργητική ακρόαση.

Και για να είμαστε ο ακροατής τον οποίο το παιδί εμπιστεύεται και στον οποίο επιθυμεί να καταφεύγει, πρέπει να δείχνουμε προθυμία και ενδιαφέρον για τα θέματα που το απασχολούν.

Να νοιαστούμε για τα ενδιαφέροντά του, να ρωτάμε για να μάθουμε τι του αρέσει, ποιους συμπαθεί ή θαυμάζει, ποια είναι τα πρότυπά του και τι ξεχωρίζει σε αυτά. Με ειλικρινές ενδιαφέρον και χωρίς διάθεση κριτικής και αποδοκιμασίας. Και φυσικά χωρίς ένταση και νευρικότητα, χωρίς βιασύνη και χωρίς πολλές ερωτήσεις που μετατρέπουν την κουβέντα σε ανάκριση ή μακροσκελή κηρύγματα, αλλά με προσοχή και σημασία 100%[7].

μαμά-κόρη-εφηβεία

Για αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει και να απορρίπτουμε ή να αγνοούμε τα συναισθήματα που εκφράζουν τα έφηβα παιδιά μας αλλά να τα αναγνωρίζουμε πρώτοι εμείς και να τα συμμεριζόμαστε.

Και όταν εκφράζουν επιθυμίες τις οποίες δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε καμιά φορά αντί να εξηγούμε με τη λογική ας δείξουμε απλώς κατανόηση προς την επιθυμία του παιδιού, πραγματοποιώντας την στη σφαίρα της φαντασίας. Είναι ευκολότερο για το παιδί να δεχτεί έτσι την πραγματικότητα και σίγουρα δεν εκλαμβάνει τη στάση μας ως απόρριψη αποθαρρύνοντας μελλοντικές προσπάθειες για επικοινωνία[8].

Κλείνοντας, είναι γεγονός πως η εφηβεία αποτελεί πρόκληση για τους περισσότερους γονείς.

Από πρωταγωνιστές στην ζωή των παιδιών μας μπαίνουμε σιγά σιγά στο παρασκήνιο. Τα παιδιά διεκδικούν αυτονομία, πρωτοβουλίες, έχουν άποψη και θέλουν ολοένα και μεγαλύτερες ελευθερίες και προνόμια. Ας παραμείνουμε διακριτικά στο πλευρό τους παρατηρητές και υποστηρικτές, το λιμάνι τους. Ας δείξουμε ανοχή και κατανόηση στην απόρριψη και την αμφισβήτηση που σίγουρα θα δεχτούμε καθώς ο έφηβος δεν παύει να χρειάζεται την αγάπη και την αποδοχή μας για πολύ καιρό ακόμα. Ας δώσουμε βάση στην ουσία, να διατηρήσουμε μια ουσιαστική επικοινωνία με το έφηβο παιδί μας σε πλαίσιο εμπιστοσύνης, κατανόησης και σεβασμού.

[1] Αλεξάνδρα Καππάτου, Παιδιά στην εφηβεία, Γονείς σε κρίση, εκδόσεις Μίνωας 2014, σελ. 53-63

[2] Philippa Perry, Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου, εκδόσεις Διόπτρα 2020, σελ. 316

[3] Αντέλ Φέιμπερ & Ιλέιν Μάζλις, Πώς να μιλάτε στους εφήβους ώστε να σας ακούν και πώς να τους ακούτε ώστε να σας μιλούν, εκδόσεις Πατάκη 2019, σελ. 104-108

[4] Αλεξάνδρα Καππάτου, ο.π. σελ. 88-94

[5] Βλ. Αντέλ Φέιμπερ & Ιλέιν Μάζλις, ο.π,. σελ. 134-139

[6] Αλεξάνδρα Καππάτου, ο.π., σελ. 95-96

[7] Αλεξάνδρα Καππάτου, ο.π., σελ. 339-343

[8] Βλ. Αντέλ Φέιμπερ & Ιλέιν Μάζλις, ο.π. σελ. 36-43