Πολλές φορές οι γονείς τείνουμε να επαινούμε τα παιδιά μας αφειδώς για το πόσο έξυπνα, δυνατά, ταλαντούχα και καλά είναι.

Θεωρούμε, μάλιστα, ότι έτσι τονώνουμε την αυτοπεποίθησή τους και τους δίνουμε κίνητρα για να αναπτύσσουν δεξιότητες και να βελτιώνονται. Ωστόσο, αρκετοί ερευνητές ψυχολόγοι (όπως η Κάρολ Ντουέκ και η Έρικα Ράισερ) υποστηρίζουν ότι ο μη συγκεκριμένος, υπερβολικός έπαινος των ικανοτήτων ή γενικότερων ταλέντων ενός παιδιού, μπορεί να έχει και αντίθετα αποτελέσματα. Μπορεί να καλλιεργήσει στα παιδιά την πεποίθηση ότι τα ταλέντα και ικανότητες που επαινούμε είναι έμφυτα και δεν μπορούν να μεταβληθούν ή να εκλείψουν. Τα παιδιά που διαμορφώνουν αυτή την αντίληψη συνήθως αρνούνται να παίρνουν ρίσκα ή να δοκιμάζουν καινούρια πράγματα. Και αυτό από φόβο μήπως αποτύχουν και φανούν λιγότερο έξυπνα ή αναιρέσουν την εικόνα που θεωρούν ότι όλοι έχουν για αυτά.

Για το λόγο αυτό, οι ίδιοι ψυχολόγοι προτείνουν να διδάσκουμε στα παιδιά μας ότι κάθε ικανότητα και ταλέντο κατακτούνται με συνεχή προσπάθεια, επιμονή και σκληρή δουλειά. Αυτά είναι που θα φέρουν μια επιτυχία ενώ αντίστοιχα η αποτυχία είναι κομμάτι αναπόσπαστο της διαδικασίας μάθησης και εξέλιξης.

Ας επανέλθουμε στον έπαινο, όμως, που είναι και το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ.

Αυτός πράγματι μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αποκτήσουν μια αντίληψη συνεχούς προσπάθειας για βελτίωση και ανάπτυξη ικανοτήτων. Πρέπει, όμως, να είναι συγκεκριμένος και επικεντρωμένος στην ίδια την προσπάθεια και όχι στο αποτέλεσμα της διαδικασίας ή δραστηριότητας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «Μπράβο σου!». Είναι η πιο συχνή μορφή επαίνου που όλοι χρησιμοποιούμε για να επικροτήσουμε μία θετική συμπεριφορά ή επιτυχία του παιδιού μας. Ωστόσο, η λέξη αυτή δεν λέει στο παιδί τίποτε συγκεκριμένο για το λόγο που κερδίζει τον έπαινο. Σωστότερο, λοιπόν, θεωρείται να συνοδεύουμε το «μπράβο» με κάποιου είδους αναγνώριση της προσπάθειας που κατέβαλε το παιδί. Αντί για «Μπράβο που πήρες Άριστα» ή «Είσαι τόσο έξυπνος/η», μπορούμε, δηλαδή, να πούμε ότι προσέξαμε πόσο έχει μελετήσει και να επισημάνουμε ότι ο κόπος του απέδωσε. Μπορούμε ακόμα να τονίσουμε ότι είμαστε πολύ περήφανοι και ικανοποιημένοι με την προσπάθεια και την επιμονή του.

Μάλιστα, αν θεωρούμε ότι το παιδί μας δεν έχει κουραστεί και τόσο πολύ για να πετύχει το Άριστα, μπορούμε, λόγου χάρη, να το ενθαρρύνουμε να δοκιμάσει δυσκολότερες ασκήσεις. Εναλλακτικά, χρήσιμο είναι να του προτείνουμε να εστιάσει σε άλλα μαθήματα ή δεξιότητες που το δυσκολεύουν, κάνοντας εκεί περισσότερη εξάσκηση. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ποτέ να αναγνωρίζουμε και να επικροτούμε την προσπάθειά και την έστω και μικρή βελτίωση που μπορεί αυτή να φέρει.

Ποιος είναι όμως ο σωστός τρόπος για να επαινούμε;

Συχνά το παιδί μας προστρέχει σε εμάς για να επιζητήσει τον έπαινο ή την κριτική μας για κάποιο δημιούργημά του. Αναφέραμε και παραπάνω ότι πολλές φορές απαντάμε αυθόρμητα με υπερβολικό τόνο. Δείχνουμε υπέρμετρο ενθουσιασμό και δηλώνουμε χωρίς κανένα δισταγμό πόσο πολύ μας αρέσει αυτό που μας δείχνει το παιδί, π.χ. μια ζωγραφιά, μια κατασκευή κλπ. Είναι, όμως, ένα “τέλειο”, “καταπληκτικό”, “υπέροχο”, αυτό που περιμένει το παιδί να ακούσει από εμάς; Ακόμα και σε εμάς τους ενήλικες ο υπερβολικός έπαινος συνήθως συνοδεύεται από δυσπιστία και αμφιβολία. Αμφιβολία για την κρίση και την αξιοπιστία του ατόμου που μας επαινεί. Συχνά τόσο εμείς όσο και τα παιδιά απαντούν με μία άμεση άρνηση και απόρριψη της θετικής κριτικής. Μπορεί να τη θεωρήσουμε ακόμη και απειλητική, ειδικά αν έχουμε το άγχος της επόμενης φοράς. Θα καταφέρουμε να αποσπάσουμε ξανά έναν τέτοιο διθύραμβο;  Μπορεί ακόμα να μας κάνει να επικεντρωθούμε στις αδυναμίες μας ή και να τον εκλάβουμε ως χειραγώγηση. και όσο πιο υπερβολικός είναι ο έπαινος τόσο λιγότερο γίνεται πιστευτός και τόσο πιο έντονη είναι η άρνησή του.

Γιατί είναι λάθος ο έπαινος όταν συνδέεται με αξιολόγηση; 

Όταν χρησιμοποιούμε λέξεις που ενέχουν αξιολόγηση προκειμένου να επαινέσουμε το παιδί μας (καλός, υπέροχος, φανταστικός κλπ), κάνουμε το παιδί να νιώθει άβολα. Ο ουσιαστικός έπαινος αποτελείται από δύο φάσεις. Στην πρώτη εμείς καλούμαστε να περιγράψουμε αυτό που βλέπουμε, αυτό που μας δείχνει το παιδί. Χρησιμοποιώντας απλές λέξεις που δεν κάνουν τίποτε παραπάνω από το να αναπαριστούν και να περιγράφουν αυτό που βλέπουμε. Έτσι περνάμε στο παιδί το μήνυμα ότι παρατηρούμε επισταμένως και ασχολούμαστε σχολαστικά με αληθινό ενδιαφέρον για το δημιούργημά του. Έπειτα, στη δεύτερη φάση το παιδί επαινεί το ίδιο τον εαυτό του, ως αποτέλεσμα της δικής μας περιγραφής. Αυτή το βοηθά να συνειδητοποιήσει και να εκτιμήσει το ίδιο τις δυνατότητές του. Με αυτό τον τρόπο εμείς οι μεγάλοι κοιτάμε, ακούμε και παρατηρούμε πραγματικά και έπειτα λέμε αυτό που βλέπουμε και αισθανόμαστε. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν και ανακαλύπτουν τι μπορούν να κάνουν. Και οι ικανότητές τους σχετίζονται με τη συναισθηματική τους πληρότητα, την αυτοεκτίμηση και την περηφάνια τους.

έπαινος-περιγραφή

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο έπαινος είναι πολύ βασικό στοιχείο για την πρόοδο και την ανάπτυξη δεξιοτήτων στα παιδιά ακόμα και στις πολύ μικρές ηλικίες.

Έχει μεγάλη σημασία το παιδί μέσα από τον έπαινο να λάβει το κίνητρο που χρειάζεται για να συνεχίσει να προσπαθεί και να εξελίσσεται. Ο έπαινος θα βοηθήσει ένα δίχρονο παιδάκι να φτιάξει έναν πύργο με επτά τουβλάκια όταν μέχρι χτες δεν κατάφερνε να ισορροπήσει περισσότερα από πέντε. Ο έπαινος θα δώσει κίνητρο σε ένα δεκάχρονο παιδί να κατανοήσει τα μαθηματικά το ίδιο καλά με την ιστορία και να λύνει κάθε φορά όλο και πιο δύσκολες ασκήσεις. Το στοίχημα σε κάθε ηλικία είναι το ίδιο. Να καλλιεργούμε, μέσα από τον έπαινο, την επιμονή και τη συνεχή προσπάθεια των παιδιών μας ώστε να δοκιμάζουν τα όρια και τις ικανότητές τους, ανακαλύπτοντας μέχρι που μπορούν να φτάσουν. Ένα είναι σίγουρο, μπορούν να μας εκπλήξουν!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  1. James Morehead, “Stanford University’s Carol Dweck on the Growth Mindset and Education”, OneDublin.org (June 19, 2012)
  2. Δρ. Έρικα Ράισερ, «Τι κάνουν οι καλοί γονείς; 75 απλές στρατηγικές για να μεγαλώσετε παιδιά που ξεχωρίζουν και προοδεύουν», μετάφραση Αγγελικής Τζαβάρα, εκδ. Πατάκη, 2016
  3. Αντέλ Φέιμπερ & Ιλέιν Μάζλις, Πώς να μιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν & πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν, «Η βίβλος των γονιών» The Boston Globe, Μετάφραση: Άννα Κοντολέων, εκδόσεις: Πατάκη, 5η έκδοση 2017, σελ. 251-270.