Ένα ζήτημα που αναμφισβήτητα απασχολεί τους περισσότερους γονείς είναι τα ψέματα των παιδιών.

Σχεδόν όλα τα παιδιά από κάποια ηλικία και μετά αρχίζουν να λένε πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Και τότε είναι που αρχίζουμε να ανησυχούμε, να θλιβόμαστε και να αναρωτιόμαστε τι κάναμε λάθος ως γονείς και γιατί το παιδί μας λέει ψέματα. Ψέματα μπορεί να πει σε εμάς τους ίδιους αλλά και σε άλλα πρόσωπα. Και αυτό το τελευταίο είναι συνήθως και το πιο δύσκολα διαχειρίσιμο. Αφενός γιατί δεν είμαστε πάντα παρόντες ώστε να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί το παιδί ή αν έχει λόγου χάρη αντιληφθεί κάτι εσφαλμένα. Αφετέρου γιατί η αυστηρή και αμείλικτη συχνά στάση και κριτική των άλλων μπορεί να οδηγήσει στην ετικετοποίηση ενός παιδιού ως μυθομανή ή ψεύτη.

Πολλές φορές ένα παιδί στιγματίζεται χωρίς πράγματι να έχει φταίξει.

Ειδικά σε ένα σχολικό περιβάλλον, έναν παιδικό σταθμό ή ένα χώρο δημιουργικής απασχόλησης όπου μαζεύονται πολλά παιδιά και επικοινωνούν μεταξύ τους είναι πολύ πιθανό να παρατηρηθούν τέτοιες συμπεριφορές. Και δυστυχώς ακόμα και παιδαγωγοί ή ενήλικες που ασχολούνται με τη φροντίδα παιδιών δεν είναι πάντα σε θέση να ερμηνεύσουν τα λόγια ή τη στάση ενός παιδιού. Κάτι τέτοιο μπορεί να διχάσει έναν γονιό και να μην ξέρει τι πρέπει να κάνει. Αν θα πρέπει να εξηγήσει στο παιδί ότι είναι λάθος να λέμε ψέματα ή αν θα πρέπει να προσπαθήσει να ερμηνεύσει αν εννοεί κάτι άλλο το παιδί ή τι πραγματικά συνέβη.

παιδί-ψέματα-στιγματίζεται

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πριν από την ηλικία των τριών ετών δεν μπορούμε να μιλάμε για ψέματα.

Ένα παιδί αυτής της ηλικίας δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την έννοια του ψέματος. Για να αντιληφθούμε με ένα παράδειγμα τι εννοούμε, έστω ότι το παιδί μας έχει πάρει ένα δικό μας αντικείμενο και το έχει μαζί με τα υπόλοιπα παιχνίδια του την ώρα που παίζει με κάτι άλλο. Έστω ότι πάνω στην αναζήτησή μας ρωτάμε το παιδί αν έχει δει αυτό που ψάχνουμε. Αυτό απαντάει αρνητικά λέγοντας «όχι». Και εκείνη τη στιγμή βλέπουμε το αντικείμενο σχεδόν δίπλα στο παιδί. Το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε αυθόρμητα είναι ότι το παιδί λέει σκόπιμα ψέματα και ότι έχει πλήρη συναίσθηση του ότι έχει «κλέψει» κάτι δικό μας και προσπαθεί να το αποκρύψει.

Στην πραγματικότητα, όμως, το παιδί δεν είναι ακόμα σε θέση να θυμάται τις πράξεις του.

Ιδίως αν δεν αφορούν στο «τώρα», σε αυτό που κάνει τη στιγμή που του μιλάμε. Εφόσον μέσα στο μυαλό του δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή το αντικείμενο για το οποίο του μιλάμε, δεν το βλέπει. Η ερώτηση της μαμάς μοιάζει με γρίφο. Ιδίως αν συνοδεύεται από αναστάτωση που αντικατοπτρίζεται στον τόνο της φωνής της. Το παιδί λέγοντας «όχι» θεωρεί ότι κατευνάζει την ανησυχία της μαμάς και ότι όλα πλέον είναι τακτοποιημένα πλέον. Εξάλλου χρησιμοποιεί το «όχι» επειδή το έχει μάθει. Και οι μεγάλοι άλλωστε δεν το χρησιμοποιούν μόνο για να απορρίψουν κάτι (παιχνίδι, φαγητό κλπ).

μαμά-μαλώνει-ψέμα-όχι

Στην ηλικία των τριών ετών ένα παιδί αρχίζει να ανακαλύπτει τις εικόνες που έχει στο μυαλό του.

Και θεωρεί πως ό,τι έχει στο μυαλό του είναι αληθινό. Επομένως, το παιδί απλώς περιγράφει και εξωτερικεύει ό,τι έχει στο μυαλό του, ό,τι σκέφτεται. Και αυτό είναι που ερμηνεύεται ως ψέμα από εμάς όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το παιδί όμως δεν έχει ακόμα την ωριμότητα και το νοητικό υπόβαθρο να αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ εσωτερικών σκέψεων και εξωτερικών υπαρκτών δεδομένων. Άρα δεν είναι και σε θέση να κατανοήσει ότι αυτό που λέει υπάρχει μονάχα στο μυαλό του και δεν είναι αντιληπτό από εμάς ή οποιονδήποτε άλλο.

Μεταξύ τρεισήμισι και τεσσάρων ετών τα περισσότερα παιδιά λένε ψέματα.

Ακόμα όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πρόβλημα. Ακόμα δεν πρόκειται για ψέματα με την έννοια που τα αντιλαμβανόμαστε οι ενήλικες. Το παιδί πλέον χρησιμοποιεί το λόγο με μεγαλύτερη ευκολία και άνεση. Ανακαλύπτει λοιπόν και δοκιμάζει τη δύναμη των λέξεων. Το να χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να πει κάτι που δεν είναι αληθινό είναι κάτι που το εξιτάρει. Μοιάζει μαγικό! Κατ’ ουσίαν είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό και απαραίτητο αναπτυξιακό στάδιο για τον παιδικό εγκέφαλο. Κατά τη διάρκειά του το παιδί εξασκεί την καινούργια του ικανότητα να επεξεργάζεται και να παίζει με τις εικόνες που βρίσκονται στο μυαλό του. Εντυπωσιάζεται από την δυνατότητα να μπορεί να φτιάχνει την πραγματικότητα με λέξεις όπως εκείνο θέλει. Και πιστεύει πως ο κόσμος που δημιουργεί με τις λέξεις του είναι αληθινός.

παιδί-λέει-ιστορίες

Από αυτή την ηλικία μάλιστα ένα παιδί μπορεί να πει ψέματα από φόβο για την κρίση μας ή για να αποφύγει τις συνέπειες, το θυμό μας, την επίπληξη.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο εγκέφαλός του κατανοεί την έννοια του ψεύδους και το πόσο κακό και εσφαλμένο είναι να λέμε ψέματα[1]. Και ούτε θα την καταλάβει πριν τα επτά ή οχτώ. Ακόμα και τότε το παιδί λειτουργεί με γνώμονα να μας ευχαριστήσει. Αν εμείς δείξουμε δυσαρέσκεια για κάποια ζημιά και το ρωτήσουμε αν την έκανε εκείνο, αυτόματα θα απαντήσει αρνητικά για να αποτρέψει το θυμό μας. Ή μπορεί και να ομολογήσει ψευδώς προκειμένου να ηρεμήσουμε εμείς. Δεν έχει σημασία η αλήθεια για το παιδί μιας και δεν καταλαβαίνει ότι έπρεπε να ομολογήσει την πράξη του[2].

Ομοίως δεν κατανοεί πριν τα επτά την έννοια της ευθύνης.

Και επειδή σε αυτή την ηλικία το παιδί θέλει να φέρεται καλά και να ξεχωρίζει μπορεί ακόμα και να κατηγορήσει κάποιον άλλο για δικά του σφάλματα προκειμένου να διαφυλάξει την εικόνα του. Ή ακόμα για να αποφύγει την τιμωρία. Για αυτό και προκειμένου να αποτρέψουμε το παιδί από το να λέει ψέματα δεν πρέπει να του προκαλούμε φόβο. Το παιδί χρειάζεται να εμπιστεύεται τους γονείς και να μπορεί να τους μιλήσει για όλα χωρίς το άγχος της τιμωρίας ή της οργής τους. Και φυσικά, επειδή τα παιδιά μιμούνται και μαθαίνουν από το δικό μας παράδειγμα είναι πολύ βασικό να είμαστε οι ίδιοι ειλικρινείς και να μην λέμε ψέματα ώστε να διδαχθούν το σωστό χωρίς αντιφάσεις και μπερδέματα.

επικοινωνία-έπαινος

Πολύ εύκολα σε αυτή την ηλικία ένα παιδί μπορεί να ταυτίσει μια επιθυμία του με την πραγματικότητα.

Έτσι προβαίνει σε ανακοινώσεις που αφορούν σε γεγονότα που συμβαίνουν απλώς στο μυαλό του και μόνον εκεί. Μπορεί ακόμα να εκφράσει κάποια ανησυχία ή κάποιο φόβο του ως πραγματικότητα, ακόμα και αν αυτός είναι για εμάς εντελώς αβάσιμος. Επομένως αν λόγου χάρη το παιδί μας αρνείται να κάνει κάτι συγκεκριμένο ή να βρεθεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος με κάποια παράλογη αιτιολογία (όπως λόγου χάρη ότι εκεί βρίσκεται κάποιος κακός άνθρωπος που θέλει να το βλάψει) ή αν επιμένει ότι στο δωμάτιο του υπάρχουν τέρατα, ίσως θέλει να μας εκδηλώσει κάποια ευρύτερη ανησυχία ή φόβο του (π.χ. το σκοτάδι, το να μείνει μόνο του), τον οποίο είναι σκόπιμο να μην αγνοήσουμε[3].

Ακόμη, πριν τα τέσσερα χρόνια ένα παιδί δεν είναι σε θέση να ανησυχήσει για μία «κακή» πράξη του πριν δει το αποτέλεσμά της, αφού δεν μπορεί να συνδέσει αυτά τα δύο.

Ουσιαστικά η μόνη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι κάτι κακό έχει συμβεί είναι όταν αντικρίζει ένα θυμωμένο βλέμμα μας ή όταν ακούει τη φωνή μας γεμάτη οργή. Για αυτό μπορεί να κάνει ζημιές όπως να ζωγραφίζει τοίχους, έπιπλα σεντόνια ή να κόβει υφάσματα κλπ και να επιμένει ότι δεν το έκανε αυτό ή ότι δεν ξέρει πώς έγινε. Και το εννοεί αφού ακόμα δεν ξεχωρίζει την σκόπιμη από την αθέλητη συμπεριφορά. Επομένως, δεν είναι σκόπιμο να μαλώσουμε ή να θυμώσουμε με τέτοιες συμπεριφορές γιατί το παιδί απλώς θα φοβηθεί και θα απορήσει αφού δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει τι το κακό έχει κάνει. Αντ’ αυτού είναι προτιμότερο να εξηγήσουμε περιγραφικά τι έγινε ώστε το παιδί να μπορέσει να συνδέσει τις κινήσεις με το αποτέλεσμα. Να του πούμε δηλαδή ότι το χέρι του ζωγράφισε τον τοίχο με τη μπογιά και να το παροτρύνουμε να γράφει μονάχα σε χαρτί[4].

φόβος-ψέματα

Επίσης η ηλικία των τρεισήμισι και τεσσάρων ετών, είναι η ηλικία που εκρήγνυται η φαντασία.

Ό,τι επομένως υπάρχει στο μυαλό ενός παιδιού για αυτό είναι αληθινό. Σε αυτή την ηλικία εμφανίζονται εφιάλτες, τέρατα κάτω από το κρεβάτι ή πίσω από τις κουρτίνες. Και όλα αυτά συνήθως δεν είναι παρά συναισθήματα θυμού, φόβου, οργής τα οποία το παιδί δεν έχει εξωτερικεύσει, για τα οποία δεν έχει μιλήσει με αποτέλεσμα να παίρνουν μορφή. Εκτός αυτού το παιδί εξερευνά και ανακαλύπτει τη δύναμη της φαντασίας παίζοντας με τις εικόνες που υπάρχουν στο κεφάλι του. Καταφέρνει λοιπόν να αλλάξει την πραγματικότητα και να την προσαρμόσει σύμφωνα με αυτό που του αρέσει και προτιμά. Πρόκειται για νέα ικανότητα η οποία αποτελεί και το μοναδικό λόγο για τον οποίο ένα τετράχρονο μπορεί να πει ψέματα. Δεν έχει σκοπό ούτε να κρύψει κάτι ούτε να βλάψει κάποιον. Απλώς πειραματίζεται. Δεν ξεχωρίζει αν αυτό που σκέφτεται είναι πραγματικό, τωρινό, ανάμνηση, κάτι που θα ήθελε να γίνει, όνειρο ή φανταστικό δημιούργημα.

Στο ίδιο πλαίσιο το παιδί των τεσσάρων ετών πλάθει ιστορίες και επινοεί κατορθώματα για τα οποία υπερηφανεύεται μάλιστα.

Προσδίδει προσόντα και ταλέντα στον εαυτό του, οικειοποιείται κατορθώματα και επιτυχίες άλλων με μεγάλη αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ψυχραιμία. Και το κάνει παρόλο που γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει ή ακόμα και όταν εύκολα μπορούμε εμείς να διαπιστώσουμε την αναλήθεια του. Συγκρίνει συχνά τον εαυτό του για να τον αξιολογήσει ως καλύτερο, γρηγορότερο κλπ χωρίς όμως να μπορεί να αντιληφθεί το ακριβές νόημα μιας τέτοιας δήλωσης. Δεν κατανοεί το συμπέρασμα που ενέχει μια σύγκριση ούτε να χειριστεί τον υποθετικό λόγο ώστε να επαληθεύσει τη λογική ή την ορθότητα των λόγων του.

παιδί-ψέματα

Μάλιστα, ένα παιδί δεν μπορεί να διακρίνει το πραγματικό από το φανταστικό πριν την ηλικία των επτά με οχτώ ετών.

Μπορεί να διηγείται αρκετά αληθοφανείς ιστορίες που δεν είναι πάντα εύκολο να διαπιστώσουμε αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Συνήθως στις ιστορίες του ταυτίζεται με τα άτομα του περιβάλλοντός του αλλά και με φανταστικά πρόσωπα που έχει επινοήσει το ίδιο. Έτσι εξερευνά τις καταστάσεις που ζει ή εξυψώνει τον εαυτό του προκειμένου να καταπολεμήσει πιο εύκολα τους φόβους και τις αγωνίες του[5]. Αυτό δεν καθιστά αυτομάτως τα λόγια του παιδιού ψέματα. Ομοίως δεν αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να είναι ψέματα κάποια φανταστική ιστορία που τους διηγείται κάποιος ενήλικας. Αντιθέτως, θα πάρουν τα λόγια του τοις μετρητοίς και για αυτό σε αυτές τις ηλικίες είναι και πιο εύκολο να αστειευτεί κάποιος μαζί τους, είτε με αθώα πρόθεση είτε όχι.

Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ψέματα με την έννοια που τα αντιλαμβανόμαστε εμείς πριν την ηλικία των εφτά ετών, την ηλικία της λογικής.

Η ωρίμανση του εγκεφάλου από τα πέντε έως τα δέκα καταλαμβάνει και το κομμάτι των αισθήσεων. Μέσα σε όλα και την ακουστική ζώνη του εγκεφάλου, η οποία ενεργοποιείται όταν μιλάει μόνος του κάποιος. Έτσι μπορεί ένα παιδί να νομίζει ότι έχει ακούσει τη φωνή κάποιου απόντα και να αρχίσει να μιλάει σα να κάνει διάλογο μαζί του. Προφανώς δεν έχει τρελαθεί ούτε λέει ψέματα.

ψέματα-μαμά-εξηγεί

Εξίσου φυσιολογικό είναι και το να έχουν τα παιδιά ένα φανταστικό φίλο.

Σύνηθες, μάλιστα, μιας και περίπου δύο στα τρία παιδιά ηλικίας έξι με επτά ετών έχουν τουλάχιστον έναν. Αυτός μάλιστα έχει όνομα και το παιδί του έχει προσδώσει μορφή μιας και μπορεί να τον περιγράψει (ύψος, χρώμα μαλλιών, φύλο κλπ). Αυτό δεν σχετίζεται με την κοινωνικότητα του παιδιού ούτε υποδηλώνει απουσία πραγματικών φίλων. Μπορεί όμως το παιδί να αποδίδει στον φανταστικό φίλο κάποιες δικές του φοβίες, χαρακτηριστικά ή άσχημες συμπεριφορές. Αυτό βοηθάει μάλιστα το παιδί να απελευθερωθεί από έντονα συναισθήματα και δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να δυσκολεύεται να τα παραδεχτεί για τον εαυτό του ωστόσο είναι το ίδιο ανακουφιστικό και αποδοτικό να τα εξωτερικεύει έστω και ματ’ αυτό τον τρόπο.

Όταν μας ανακοινώνει το παιδί την ύπαρξη ενός φανταστικού φίλου αυθόρμητα επιθυμούμε να το ακυρώσουμε.

Πασχίζουμε να το πείσουμε ότι δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο αλλά πλάσμα της φαντασίας του. Όμως είναι προτιμότερο να αποδεχτούμε την «ύπαρξή» του και να ανεχτούμε λόγου χάρη ένα επιπλέον πιάτο ή μια καρέκλα ακόμα στο τραπέζι. Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε βαθύτερα με το παιδί μας. Μπορούμε να επωφεληθούμε από το «φίλο» και να ωθήσουμε το παιδί να μας αποκαλύψει σκέψεις, αγωνίες, φόβους, ανησυχίες και ανάγκες του που θα δίσταζε να τις αναγνωρίσει για τον εαυτό του[6]. Εξάλλου δεν πρόκειται παρά για μία φάση που εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια του παιδιού να αυτονομηθεί, ενώ συγχρόνως του δίνει την ικανοποίηση να διαπιστώνει ότι δεν είμαστε σε θέση να μαντεύουμε τις σκέψεις του[7]. Έτσι το παιδί προσπαθεί να ξεφύγει από τον έλεγχο των γονιών.

φανταστικός-φίλος-αρκουδάκι

Τι κάνουμε όμως για να αποτρέψουμε το παιδί από το να λέει ψέματα;

Στόχος μας θα πρέπει να είναι να το διδάξουμε τα οφέλη της αλήθειας και την σημασία που έχει για μας η ειλικρίνεια. Τότε θα γίνουν σημαντικά και για το παιδί. Για αυτό έχει σημασία να το επαινούμε κάθε φορά που λέει την αλήθεια είτε για κάτι καλό είτε για κακό. Έτσι θα αρχίσει ένα παιδί νηπιακής ή προσχολικής ηλικίας να επεξεργάζεται και να αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Επιπλέον, όπως αναφέραμε και παραπάνω είναι εξίσου βασικό να λέμε και οι ίδιοι πάντα αλήθεια και να αποφεύγουμε τα ψέματα, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν μιμούμενα τη συμπεριφορά μας. Αν λέμε εμείς ψέματα στο παιδί ή σε άλλους μπροστά στο παιδί, το μπερδεύουμε και του περνάμε το λάθος μήνυμα ότι είναι αποδεκτό να λέει και εκείνο ψέματα.

Παράλληλα καλό είναι να έχουμε υπόψη ότι υπάρχουν πολλών ειδών ψέματα.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει παραπάνω, ένα παιδί μπορεί να πει ψέματα για να μην τιμωρηθεί. Ακόμη μπορεί να το κάνει για να αποφύγει μια αγγαρεία (π.χ. να βουρτσίσει τα δόντια του, να πλύνει τα χέρια του). Ή ακόμα μπορεί να πει ψέματα για να εντυπωσιάσει, κάτι που συνήθως είναι ευκολότερα αντιληπτό γιατί θα υπάρχουν έντονα στοιχεία φαντασίας και υπερβολής. Εμείς λοιπόν σε κάθε είδους ψέμα θα πρέπει να φερθούμε και αλλιώτικα. Σίγουρα θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές στο παιδί σε όλες τις περιπτώσεις ότι δεν είναι σωστό να λέει ψέματα και ότι αυτό μας δυσαρεστεί. Ωστόσο έχει σημασία να το βοηθήσουμε να εμπεδώσει ότι είναι ασφαλές να μας πει την αλήθεια σε κάθε περίπτωση. Αυτό για να γίνει χρειάζεται να δείξουμε ευαισθησία και κατανόηση στα συναισθήματά του και να το βεβαιώσουμε ότι είμαστε εκεί για να το βοηθήσουμε και να διορθώσουμε μαζί το πρόβλημα[8].

παιδιά-λένε-ψέματα

Ακόμη οφείλουμε να εξηγήσουμε στα παιδιά τη διαφορά ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια.

Για παράδειγμα μπορούμε να του πούμε πως το να διαδίδει στο σχολείο ότι έχει μία καμηλοπάρδαλη για κατοικίδιο είναι ψέμα. Καλό είναι μάλιστα να προσθέτουμε ότι κατανοούμε πως θέλει να εντυπωσιάσει τους συμμαθητές του για να τον συμπαθούν. Ωστόσο είναι διαφορετικό να πει ότι θα ήθελε να έχει μία καμηλοπάρδαλη από το να διατείνεται ότι πράγματι έχει μία. Έστω ότι το παιδί λέει ψέματα ότι έκανε αυτό που του αναθέσαμε απλώς για να το αποφύγει (να συμμαζέψει τα παιχνίδια του, να πλύνει τα χέρια του). Καλό είναι να προσπαθούμε να το επαληθεύσουμε. Και αν δεν θέλει πχ να μπούμε στο ακατάστατο δωμάτιο, πάλι εξηγούμε πόσο δυσάρεστο μας είναι να λέει ψέματα και πόσο σημαντική είναι η αλήθεια.

Ακόμα και τα παιχνίδια φαντασίας μπορούν να βοηθήσουν ένα παιδί να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα.

Για παράδειγμα μπορούμε να του ζητήσουμε να μας πει μια φανταστική ιστορία. Έπειτα μπορούμε να του ζητήσουμε να μας πει και μία αληθινή ιστορία για ένα πραγματικό συμβάν. Αυτό μπορεί να βοηθήσει το παιδί να ξεχωρίσει μέσα στο μυαλό του αυτό που θα ήθελε να είχε συμβεί από αυτό που πράγματι συνέβη.

Τέλος, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι προκειμένου να αποφύγει τα ψέματα το παιδί μας θα πρέπει να νιώθει άνετα για να μας μιλήσει ειλικρινά.

Θα πρέπει να θεωρεί ότι είναι ασφαλές και προστατευμένο από τιμωρία, από τα έντονα συναισθήματα που μας προκαλεί το ψέμα και τις υπερβολικές αντιδράσεις μας. Ιδίως αν γνωρίζουμε ότι το παιδί έκανε λάθος σε κάτι καλό είναι να μην το ρωτήσουμε για αυτό αν πρόκειται να του θέσουμε το δίλημμα να πει αλήθεια ή ψέματα με γνώμονα τη δική μας συμπεριφορά. Φυσικά σε καμία περίπτωση και για όλους τους παραπάνω λόγους δεν θα πρέπει να παίρνουμε προσωπικά ή τοις μετρητοίς τα ψέματα που λέει ένα παιδί . και οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να του κολλήσουμε την ταμπέλα του ψεύτη ούτε να επιτρέψουμε σε κάποιον άλλο να το κάνει[9].

[1] Ιζαμπέλ Φιλιοζά, Τα δοκίμασα όλα, Εκδόσεις Ενάλιος 2015, σελ. 191-193

[2] Βλ. και Philippa Perry, Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου, Εκδόσεις Διόπτρα 2020, σελ. 292-293

[3] [1] Ιζαμπέλ Φιλιοζά, Δεν έχουν χαθεί όλα, Εκδόσεις Ενάλιος 2016, σελ. 98-100

[4] Ιζαμπέλ Φιλιοζά, Τα δοκίμασα όλα, Εκδόσεις Ενάλιος 2015, σελ. 127-134

[5] Βλ. Aldo Naouri, Εκπαιδεύοντας τα παιδιά, όρια στην παιδική παντοδυναμία, εκδόσεις Κέλευθος, 2012, σελ. 346

[6] Ιζαμπέλ Φιλιοζά, Δεν έχουν χαθεί όλα, Εκδόσεις Ενάλιος 2016, σελ. 95-98

[7] Aldo Naouri, Εκπαιδεύοντας τα παιδιά, όρια στην παιδική παντοδυναμία, εκδόσεις Κέλευθος, 2012, σελ. 347

[8] Βλ. και Philippa Perry, Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου, Εκδόσεις Διόπτρα 2020, σελ. 299-300

[9] Τζέρρυ Γουάικοφ Μπάρμπαρα Γιούνελ, Πειθαρχία χωρίς ξύλο και φωνές, εκδόσεις Μίνωας 2017, σελ. 142-148