Ολοένα και περισσότερα ζευγάρια στις μέρες μας οδηγούνται στο διαζύγιο.

Άλλα μετά από αρκετά χρόνια γάμου άλλα μετά από ελάχιστα. Και φυσικά όταν υπάρχουν παιδιά η απόφαση του χωρισμού των γονέων γίνεται πιο δύσκολή καθώς δεν έχει προεκτάσεις μόνο στους δύο αλλά και σε έναν τρίτο, τέταρτο κλπ. Ο χωρισμός των γονιών πάντα βιώνεται σαν μια επώδυνη δοκιμασία από τα παιδιά, ανεξάρτητα από την ηλικία των τελευταίων. Και σαφώς, αν δε μιλάμε για ακραίες περιπτώσεις βίας και κακοποιητικής συμπεριφοράς, η οποία είτε γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά είτε τα έχει ως αποδέκτες, η αιτία του διαζυγίου δεν κάνει την όλη διαδικασία λιγότερο στενάχωρη για τα παιδιά που τη βιώνουν.

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως τα παιδιά δεν θα απαλλαγούν ποτέ από την οδύνη που βιώνουν λόγω του χωρισμού των γονιών.

Τα παιδιά διαθέτουν την ικανότητα να προσαρμόζονται στις αλλαγές και φυσικά να αποδέχονται μη αναστρέψιμα γεγονότα, όπως και οι ενήλικες. Πώς, όμως, θα τους εξηγήσουμε αυτό που πρόκειται να συμβεί; Τι ακριβώς λέμε στα παιδιά όταν έρχεται η ώρα να τους ανακοινώσουμε ένα διαζύγιο; Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος κανόνας ως προς το τι λέγεται και τι όχι. Αυτό που πρέπει, όμως, να καταστεί σαφές οπωσδήποτε είναι ότι το διαζύγιο είναι επιλογή και απόφαση των γονέων, για την οποία το παιδί δεν φέρει καμία ευθύνη και σε καμία περίπτωση δεν οφείλεται στο ίδιο.

διαζύγιο-παιδιά

Είναι επίσης σημαντικό όταν θα μιλήσουμε για το χωρισμό να τον απενοχοποιήσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Το παιδί δεν θα πρέπει να εισπράξει τη διαδικασία του διαζυγίου ως κάτι πολύ κακό, απαγορευμένο, δραματικό ή κατακριτέο. Πράγματι είναι στενάχωρο και δύσκολο για ένα παιδί να αλλάζουν τόσο ριζικά οι ισορροπίες στην οικογένεια και να σταματά να υπάρχει η βασική δομή των δυο γονιών. Εξίσου δύσκολο είναι και για τους γονείς. Ωστόσο δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως συμφορά. Ας εστιάσουμε στις αλλαγές που θα συνοδεύσουν αυτή την απόφαση και στον τρόπο που θα οργανωθεί η ζωή του παιδιού στο εξής: ίσως χρειαστεί να αλλάξει σπίτι, να μένει με τον ένα γονιό και να βλέπει τον άλλο κάποιες φορές την εβδομάδα ή ακόμα και πιο αραιά ή να περνά μαζί του κάποια Σαββατοκύριακα ή διακοπές.

Για να νιώθουν, όμως, ασφαλή τα παιδιά μετά το διαζύγιο δεν θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισής τους.

Και φυσικά να μην τους πούμε ψέματα ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οπωσδήποτε οφείλουμε να φροντίσουμε να μην πέσουν στην παγίδα να υποκαταστήσουν τον απόντα ενήλικα, αναλαμβάνοντας ευθύνες που δεν τους αναλογούν, ούτε και να μην τα βάλουμε σε θέση ταχυδρόμου που θα μεταφέρει μηνύματα εκατέρωθεν[1]. Ας διαβεβαιώσουμε, επίσης, το παιδί ότι ο κάθε γονιός θα εξακολουθεί να επιτελεί το ρόλο του απέναντι στο παιδί καθώς η ιδιότητα του πατέρα και της μητέρας δεν αλλάζουν με ένα διαζύγιο. Και επίσης αυτό που σε καμία περίπτωση δεν αλλάζει με το διαζύγιο είναι η αγάπη του κάθε γονιού προς το παιδί του.

Οπότε είναι σημαντικό το παιδί να συνεχίσει να την εισπράττει στο ακέραιο.

Και να το διαβεβαιώνουμε για την αγάπη αμφοτέρων ακόμα και αν δεν βρίσκονται και οι δύο στην καθημερινότητά του. Για τον ίδιο λόγο έχει σημασία να μιλήσουν και οι δύο γονείς από κοινού στο παιδί και όχι ξεχωριστά γιατί δεν πρέπει να ειπωθούν διαφορετικά πράγματα. Όπως δεν πρέπει κανένας από τους δύο γονείς να κατηγορεί στο παιδί τον άλλο. Και ως προς αυτό πρέπει να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των γονέων αλλά και με το ευρύτερο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον καθενός από τους δύο[1].

πατέρας-επικοινωνία-παιδιά

Βέβαια τα ανωτέρω συνδέονται στενά με μία ακόμα παράμετρο πολύ σημαντική, που συχνά οι γονείς αγνοούν εξαιτίας της κρίσης στη μεταξύ τους σχέση.

Και αυτή η παράμετρος είναι η αξιοπρέπεια. Κανείς από τους δύο γονείς δεν θα πρέπει να προσβάλλει την αξιοπρέπεια του άλλου. Πολύ δε περισσότερο δεν  θα πρέπει να προσπαθεί να πάρει το παιδί με το μέρος του ή να το στρέψει ενάντια στον άλλο γονιό ή γενικότερα να του ζητούν να πάρει θέση στις διαφωνίες τους και να επιλέξει «στρατόπεδο».  Ένας ανεπαρκής σύζυγος δεν είναι απαραίτητα κακός γονιός. Η αδυναμία ενός ζευγαριού να λύσει τα προβλήματά του δεν μεταφράζεται σε ανικανότητα να ασκήσει κάποιος από τους δύο το γονεϊκό του ρόλο. Και η στοιχειώδης αυτή ένδειξη σεβασμού είναι απαραίτητη για τη σωστή διαπαιδαγώγηση του παιδιού, η οποία προϋποθέτει δύο γονείς που μπορούν να στηρίξουν ο ένας τις επιλογές του άλλου[2].

Ένα άλλο ζήτημα που συχνά δυσκολεύει τους γονείς είναι το ποιος είναι ο κατάλληλος χρόνος να ανακοινώσουν ένα διαζύγιο στα παιδιά.

Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι το διαζύγιο αυτό καθαυτό τραυματικό αλλά η επικοινωνία γύρω από αυτό που το καθιστά επώδυνο. Πολλοί επιλέγουν να το κάνουν την τελευταία στιγμή, πχ μια μέρα πριν την αποχώρηση ή τη μετακόμιση. Συχνά θεωρούν ότι το να μιλήσουν από νωρίς στα παιδιά για αυτό είναι μια άσκοπη και άδικη ταλαιπωρία και στεναχώρια για αυτά.

γονείς-χωρισμός-παιδί

Λαμβάνουν υπόψη παραμέτρους όπως το πόσο σύντομα θα καταφέρουν να βρουν άλλο σπίτι ή δουλειά ώστε να μπορέσουν να φύγουν.

Θεωρούν δε πως τα παιδιά δεν θα καταλάβουν αν ο χωρισμός δεν είναι άμεσος, ότι θα μπερδευτούν ή θα εισπράξουν λάθος μηνύματα όπως δισταγμό ή ελπίδα για επανασύνδεση από την πλευρά των γονιών. Άλλοι πάλι δεν μπορούν να διαχειριστούν τον πόνο που θα προκαλέσουν στα παιδιά τους και επιλέγουν να φύγουν χωρίς να πουν τίποτα.  Αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους συναισθήματα και κυρίως την κριτική στο βλέμμα των παιδιών.

Ωστόσο, το διαζύγιο πρόκειται να φέρει μεγάλες αλλαγές στη ζωή του παιδιού όπως και στων γονιών.

Έχουν λοιπόν δικαίωμα να γνωρίζουν από νωρίς καθώς χρειάζονται χρόνο για να προετοιμαστούν και να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα. Ακριβώς όπως και οι γονείς χρειάζονται το χρόνο τους για να καταλήξουν και να αποδεχτούν μία τόσο δύσκολη απόφαση . Σαφώς δεν είναι λογικό να αλλάζουμε γνώμη και να ανακοινώνουμε συνεχώς στα παιδιά μια άλλη απόφαση. Κάτι τέτοιο θα επιφέρει στην καλύτερη σύγχυση. Ωστόσο, όσο νωρίτερα μιλήσουμε στο παιδί τόσο το καλύτερο. Ακόμα και το να εκφράσουμε τους δισταγμούς μας είναι πιο ωφέλιμο για τα παιδιά. Η ανακοίνωση ενός διαζυγίου χωρίς προετοιμασία ενέχει περισσότερες πιθανότητες να αποσταθεροποιήσει το παιδί και να εκλάβει την απόφασή μας ως βιαστική και ενδεχομένως ακατανόητη. Ενώ αν έχουμε μοιραστεί από νωρίς τις σκέψεις μας θα νιώθει πιο ασφαλές με την τελική μας επιλογή[3].

χωρισμός-μετακόμιση

Εξάλλου ας έχουμε υπόψη ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε.

Κι όταν οι γονείς δεν τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, ακόμα κι αν δεν μαλώνουν μπροστά στα παιδιά, εκείνα το γνωρίζουν. Αισθάνονται, παρόλο που μπορεί να μην τολμούν να μιλήσουν, από φόβο μήπως «εκραγεί» αυτό που δεν λέγεται ή μήπως χειροτερέψουν τα πράγματα. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως δεν έχουν ανάγκη να μιλήσουν για αυτό. Απλώς είναι ο ενήλικας αυτός που πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα. Και ποιο είναι αυτό το βήμα; Όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι σημαντικό να μην βιαστούμε να ανακοινώσουμε ένα διαζύγιο απευθείας. Όταν θα το κάνουμε θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι και αποφασισμένοι, να μη δίνουμε ελπίδες για επανασύνδεση δημιουργώντας στο παιδί ελπίδες  που κατά πάσα πιθανότητα θα ματαιωθούν και θα προκαλέσουν πολλαπλάσιο πόνο.

Ωστόσο είναι βασικό πρώτα να μιλήσουμε για τα συναισθήματά μας.

Και να μην σπεύσουμε να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν μας έχουν ακόμα θέσει τα παιδιά και που μπορεί να μην τις έχουν θέσει ακόμα στον εαυτό τους. Αυτό που ενδιαφέρει τα παιδιά να μάθουν είναι ότι παρά τις προσπάθειες που καταβάλαμε για να λύσουμε τα προβλήματα και τις διαφορές μας, δεν μπορέσαμε να χτίσουμε μια καλή σχέση. Προέχει να ακούσουμε τα παιδιά. Χωρίς να τα κρίνουμε και χωρίς να δικαιολογηθούμε. Να ακούσουμε την δική τους πλευρά, αυτά που αντιλαμβάνονται, που νιώθουν, που φαντάζονται, τις σκέψεις τους εν γένει. Και φυσικά να αποδεχτούμε κάθε συναίσθημα και κάθε αντίδραση μιας και πρόκειται για συμπεριφορές υγιείς που βοηθούν στην ευκολότερη αποδοχή της κατάστασης. Αν, όμως, δεν το κάνουμε, τα παιδιά πλάθουν ιστορίες με τη φαντασία τους, προσπαθούν να φανταστούν το μέλλον τους και οι φόβοι τους διογκώνονται, όπως και η ανασφάλειά τους.

χωρισμός-διαζύγιο

Αναφέραμε παραπάνω ότι το διαζύγιο από μόνο του δεν είναι τραυματικό όσο το κάνει η επικοινωνία γύρω από αυτό.

Και πράγματι, σε υγιείς περιπτώσεις όπου δεν τίθεται ζήτημα βίας ή κακοποίησης στην οικογένεια, τα παιδιά είναι πολύ πιθανότερο στο μέλλον να κατηγορήσουν τους γονείς τους επειδή υπέμειναν μια κοινή ζωή μέσα στη θλίψη και τη δυστυχία, χωρίς αγάπη και αλληλοϋποστήριξη παρά επειδή χώρισαν.

Και αν πολλά παιδιά χωρισμένων γονιών έχουν παράπονο από τους γονείς τους δεν είναι επειδή πήραν διαζύγιο αλλά επειδή δεν τα άκουσαν.

Δεν τα υπολόγισαν αφού δεν τα ενημέρωσαν κατάλληλα. Και φυσικά δεν αρνούμαστε σε καμία περίπτωση ότι ο χωρισμός είναι επώδυνος, όμως δεν είναι αναγκαστικά καταστροφικός. Κάποιες φορές ακόμα και τα παιδιά μπορεί να νιώσουν ανακούφιση που τα πράγματα ξεκαθάρισαν και έφυγε η σύγχυση και η ανησυχία που υπήρχε στο μυαλό τους λόγω μιας μπερδεμένης και προβληματικής κατάστασης.

Για αυτό, λοιπόν, είναι υποχρέωσή μας, και συνδέεται άμεσα με την ευτυχία των παιδιών μας, να βρούμε το χρόνο να ακούσουμε τα συναισθήματά τους.

Να τους συμπαρασταθούμε σε αυτό το πένθος που βιώνουν και φυσικά να είμαστε αρωγοί τη δημιουργία νέων δεσμών με τον κάθε γονέα. Γιατί αν υπάρχει κάτι που κάνει το διαζύγιο τραυματική εμπειρία αυτό είναι η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, η άρνηση ή απαγόρευση του θυμού, του φόβου και της θλίψης. Και επειδή τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από τέλειους αλλά από αληθινούς γονείς, η πραγματικότητα, ακόμα και αν δεν είναι ιδανική, είναι πάντοτε υγιής και προτιμότερη από ένα καμουφλαρισμένο και εξιδανικευμένο ψέμα[4].

[1]Αλεξάνδρα Καππάτου, Παιδιά στην εφηβεία, Γονείς σε κρίση, εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, Αθήνα 2014, σελ. 317-320

[2]Aldo Naouri, Εκπαιδεύοντας τα παιδιά. Όρια στην παιδική παντοδυναμία. Εκδόσεις Κέλευθος, Αθήνα 2012, σελ. 389-392

[3] Ιάκωβος Μαρτίδης, Πλάθοντας ευτυχισμένα παιδιά, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 2016, σελ. 340-367

[4] Isabelle Filliozat, Στην καρδιά των συναισθημάτων του παιδιού, εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ, σελ. 273-281