Μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των σύγχρονων μητέρων που χρειάζεται να συνδυάσουν τη μητρότητα με την εργασία είναι το πόσο καλές μητέρες είναι οι ίδιες και πόσο κακό μπορεί να κάνει στο παιδί η απουσία τους και η φροντίδα του από τρίτα πρόσωπα. Ο όρος «άγχος αποχωρισμού» δημιουργήθηκε από τους ψυχολόγους τον προηγούμενο αιώνα. Περιγράφει το αναπτυξιακό στάδιο που περνάει ένα παιδί από εννέα περίπου μηνών και έπειτα, όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ της μητέρας του και των λοιπών ανθρώπων που το περιβάλλουν. Αν το παιδί σταματήσει να βλέπει, να ακούει, να μυρίζει ή να νιώθει τη μητέρα του νομίζει ότι αυτή χάθηκε και καταλαμβάνεται από έντονο φόβο. Αρχικά το άγχος αποχωρισμού θεωρούνταν ένα παροδικό στάδιο. Σύμφωνα με την ψυχολόγο και συγγραφέα Terri Apter, οι πρώτες μελέτες για το ζήτημα αυτό έγιναν στην Αμερική σε βρέφη που αποχωρίζονταν τη μητέρα τους γύρω στην ηλικία του ενός έτους. Οι μελέτες αυτές έδειξαν ότι τα ερευνόμενα βρέφη πέρα από το έντονο κλάμα, παρουσίαζαν διαταραχές στον ύπνο και το φαγητό, γίνονταν απαθή, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία είχαν έντονο άγχος. Η διαμαρτυρία και η αγωνία έδιναν τη θέση τους στην απόγνωση και το θρήνο και έπειτα στην αμυντική απάθεια και αποσύνδεση. Ωστόσο, οι έρευνες αυτές είχαν ως δείγματα βρέφη ορφανά ή εγκαταλελειμμένα σε ιδρύματα, όπου ο αποχωρισμός ήταν μόνιμος και όχι παροδικός.
Μεταγενέστερες μελέτες τόσο στην Αμερική όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και πάλι σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, έχουν καταρρίψει την παραπάνω θεωρία. Συγκεκριμένα, έχουν δείξει πως τα βρέφη εκτός από τη μητέρα τους είναι ικανά να δένονται και με άλλα πρόσωπα ήδη από τις πρώτες ημέρες της ζωής τους. Εξάλλου, οι ίδιες μελέτες έχουν δείξει ότι από τη φύση τους τα παιδιά είναι ικανά να προσαρμόζονται στις ανάγκες των γονιών να έχουν και άλλες ασχολίες. Ομοίως, μπορούν να προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους, θεωρώντας τα ως δεδομένα. Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να αναπτύσσουν ενσυναίσθηση, να αντιλαμβάνονται τους πολλαπλούς ρόλους των γονιών τους και έτσι γίνονται δεκτικά στη φροντίδα από πολλά διαφορετικά πρόσωπα.

Λέγοντας ενσυναίσθηση εννοούμε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος τα συναισθήματα και τη θέση ενός άλλου προσώπου, το να μπαίνει στα παπούτσια του, όπως πολύ παραστατικά είχε επισημάνει η εισηγήτρια σε ένα σεμινάριο βελτίωσης δεξιοτήτων επικοινωνίας που έτυχε να παρακολουθήσω.

Καταλήγοντας, η αντίληψη ότι μία μητέρα υποχρεούται να διασφαλίζει στο παιδί τη φυσική της παρουσία καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου συνιστά έναν πολιτισμικό μύθο που καλλιεργεί ενοχές στις μητέρες που πασχίζουν να ανταποκριθούν στους πολλαπλούς τους ρόλους σε σχέση με το παρελθόν. Εξάλλου, για ένα παιδί η παρουσία δεν συνδέεται μόνο με την φυσική εγγύτητα αλλά περισσότερο με την προσοχή, την υποστήριξη και τη συναισθηματική πληρότητα που του παρέχει ο γονιός. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που τίθενται στον τίτλο του άρθρου, ότι το άγχος αποχωρισμού στην εποχή μας συναντάται περισσότερο στους ίδιους τους γονείς παρά στα παιδιά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Terri Apter, Δύσκολες Μητέρες, Πώς να κατανοήσουμε και να ξεπεράσουμε την επίδρασή τους πάνω μας, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, 2012 (μεταφρ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου).