Οι περισσότεροι γονείς έχουμε την τάση να στεναχωριόμαστε οι ίδιοι όταν τα παιδιά μας βιώνουν αρνητικά συναισθήματα. Γι’ αυτό συχνά σαμποτάρουμε την αυτοέκφραση των παιδιών και τα αποτρέπουμε από το να εκδηλώσουν συναισθήματα όπως λύπη, ματαίωση, απογοήτευση, θυμός.  Ίσως τα φοβόμαστε επειδή και τους ίδιους ως παιδιά δεν μας άφηναν να τα εκφράζουμε. Αυτή η άρνηση για τα δυσάρεστα συναισθήματα, τα κάνει να φαντάζουν πιο οδυνηρά από ότι πράγματι είναι. Σαν αποτέλεσμα, οι ενήλικες συχνά τους δίνουμε μεγαλύτερη σημασία από όση θα χρειαζόταν. Στην πραγματικότητα, όταν τα παιδιά δεν φοβούνται να εκφραστούν, αποδέχονται τα συναισθήματα πιο εύκολα, ως συστατικά της ανθρώπινης φύσης και εμπειρίες ζωής. Όταν τα συναισθήματα εκδηλώνονται διαρκούν λιγότερο. Με ποιους τρόπους όμως οι γονείς εμποδίζουν και αποτρέπουν τα παιδιά από την αυτοέκφρασή τους, την εξωτερίκευση των συναισθημάτων και του εσωτερικού τους κόσμου;

  1. Άρνηση

Η πρώτη στρατηγική που χρησιμοποιούμε διαχρονικά είναι η άρνηση της αυτοέκφρασης. Μπορούμε να την εκδηλώσουμε είτε με σιωπή και αποφυγή είτε με λόγια και περισπασμούς. Συχνές φράσεις που χρησιμοποιούμε αρνούμενοι τα συναισθήματα των παιδιών είναι για παράδειγμα: «Εγώ δεν βλέπω κάτι κακό». «Δεν έγινε τίποτα». «Εντάξει, είσαι μια χαρά». «Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου». «Γιατί τόση ταραχή;». «Δεν ήταν τόσο τραγικό τελικά». Θα πρέπει να είμαστε εξοικειωμένοι με τις εν λόγω φράσεις ώστε να καταφέρουμε να τις συγκρατήσουμε. Τέτοιες φράσεις μπερδεύουν ή και θίγουν τα παιδιά, επειδή διαψεύδεται η εσωτερική τους εμπειρία. Αν ένα παιδί νιώθει τρομαγμένο, πληγωμένο ή αναστατωμένο δεν μπορεί να δεχτεί ότι «δεν έγινε τίποτε». Για το ίδιο είναι προφανές ότι κάτι έχει συμβεί.

Αντί να αρνηθούμε την αυτοέκφραση του παιδιού, είναι προτιμότερο να δείξουμε κατανόηση, επιβεβαιώνοντας την εμπειρία του.

Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να το εμποδίσουμε να κλάψει ή να φωνάξει. Ακούμε προσεκτικά το παιδί και του δείχνουμε αφενός ότι μπορεί να κλαίει όσο χρειάζεται αφετέρου ότι κατανοούμε τα συναισθήματά του. Του δίνουμε όποιες πληροφορίες χρειάζεται, δεν συμμετέχουμε στο δράμα του, ωστόσο επιβεβαιώνουμε το φόβο του. Έτσι το παιδί εισπράττει την εμπιστοσύνη μας και ενθαρρύνεται να ξεπεράσει τη συγκεκριμένη εμπειρία.

Συχνά καλύπτουμε την άρνησή μας με σχόλια εύθυμα.

Αυτά όμως στερούν από το παιδί το αυτόνομο δικαίωμα στην αυτοέκφραση. Μαθαίνει να μην νιώθει και να μην εμπιστεύεται τη συνείδησή ενώ και ακυρώνονται οι αποφάσεις του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το παιδάκι που κάθεται στην κορυφή της τσουλήθρας αλλά φοβάται να τσουλήσει. Αν του πούμε να μη φοβάται ή ότι μπορεί να κατέβει, αυτό έρχεται σε αντίθεση με το αίσθημα φόβου που νιώθει εκείνη τη στιγμή. Αν θέλουμε να το ενθαρρύνουμε είναι προτιμότερο να του δείξουμε ότι κατανοούμε το φόβο του και να μην επιμείνουμε. Αντιθέτως έχει μεγαλύτερη αξία να του επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος να τσουλήσει αν δεν νιώθει έτοιμο. Θα πρέπει να επιλέξει το ίδιο αν θα κατέβει ή όχι και εμείς οφείλουμε να σεβαστούμε την απόφασή του.

Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις που χρησιμοποιούμε σε τέτοιες περιπτώσεις, αρνούμενοι την αυτοέκφραση του παιδιού είναι:

«Προσπάθησε μόνο μία φορά». «Δοκίμασε αυτό, είναι καλύτερο». «Έχεις κουραστεί» (όταν θέλει να συνεχίσει να τρέχει πάνω κάτω). «Έπαιξες ήδη αρκετά» (όταν θέλει να συνεχίσει να παίζει). «Μα σίγουρα πρέπει να πεινάς τώρα» (όταν δεν θέλει να φάει). «Μη φοβάσαι/ντρέπεσαι/κλαις». Και με αυτές ισχύει ότι η εξοικείωση μας στο να τις αναγνωρίσουμε θα βοηθήσει στον περιορισμό της χρήσης τους.

 
Ακόμα και σε δυνητικά επικίνδυνες αποφάσεις των παιδιών, πάλι είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τα παρορμητικά τους συναισθήματα.

Για παράδειγμα, το παιδί κυνηγώντας ένα σκυλί τρέχει προς το δρόμο και το αρπάζουμε φωνάζοντας. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να δείξουμε ότι καταλαβαίνουμε για πιο λόγο προέβη σε αυτή την κίνηση ρωτώντας το λόγου χάρη αν φοβήθηκε ότι θα χάσει το σκυλί. Επίσης θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και το συναίσθημα που του προκαλέσαμε εμείς με τη δική μας κίνηση (π.χ. «τρόμαξες/ξαφνιάστηκες που σου φώναξα και σε τράβηξα απότομα;»). Φυσικά θα πρέπει να δώσουμε και την εξήγηση για την πράξη μας αυτή και να μοιραστούμε μαζί του το δικό μας συναίσθημα («φοβήθηκα ότι θα σε χτυπούσε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο»).

Συχνά μαλώνουμε τα παιδιά όταν κάνουν επικίνδυνα πράγματα και εκφράζουμε το θυμό μας.

Το παιδί όμως δεν αντιλαμβάνεται έτσι ότι εμείς ανησυχούμε για την ασφάλειά του. Αντιθέτως αν το εμπιστευτούμε και του εξηγήσουμε την ανησυχία μας και ότι θέλουμε να μάθει να φροντίζει και το ίδιο για την ασφάλειά του, θα συμμεριστεί την επιθυμία μας. Στις περιπτώσεις που για λόγους υγείας, ασφάλειας και αποφυγής κινδύνων πρέπει υποχρεωτικά να περιορίσουμε το παιδί, ας το κάνουμε με σεβασμό, καλοσύνη και την απαραίτητη εξήγηση.

Όταν πάλι δεν τίθεται κάποιο από τα παραπάνω ζητήματα καλό είναι να αφήνουμε τα παιδιά να λύνουν μόνα τους ορισμένες απορίες και να αντιμετωπίζουν απογοητεύσεις. Έτσι μαθαίνουν να είναι υπεύθυνα για ό,τι συμβαίνει και διαπιστώνουν τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο. Ενθαρρύνοντας την αυτοέκφρασή του με στοργή και αγάπη συμβάλουμε στο χτίσιμο της αυτοπεποίθησης και της εφευρετικότητάς του.

2. Περισπασμός

Μία ακόμα στρατηγική που συχνά χρησιμοποιούμε για να αποτρέψουμε τα παιδιά από την αυτοέκφραση, είναι προσφέροντάς τους κάποια λιχουδιά, κάποια ευχάριστη εναλλακτική, δραστηριότητα, βόλτα, παιχνίδι, όταν βιώνουν αναστάτωση, στεναχώρια, φόβο, θυμό κλπ. . Έτσι, όμως, τους λέμε να δραπετεύσουν από  τα συναισθήματά τους και ότι είναι κακό να τα έχουν και δη να τα εκφράζουν. Αυτό όμως οδηγεί σε αδυναμία και μεταδίδει στα παιδιά το μήνυμα ότι πρέπει να ξεφεύγουμε από τις άσχημες πτυχές της ζωής. Αντιθέτως για να είμαστε ευτυχισμένοι πρέπει να βιώνουμε την πραγματικότητα και να επιλύουμε τα προβλήματα χωρίς φόβο αλλά για να εξελισσόμαστε και να γεμίζουμε εμπειρίες.

Ο περισπασμός μπορεί μελλοντικά να εθίσει τα παιδιά στην αναζήτηση εύκολων λύσεων αποφυγής, όπως ποτό, τσιγάρο ή ακόμη και ναρκωτικά.

Μπορεί ακόμη να πλάσει εύθραυστους ενήλικες χωρίς τις απαραίτητες αντοχές στις πραγματικές δυσκολίες. Για να αποκτήσει ένα παιδί αντοχή στις τραυματικές εμπειρίες της ζωής θα πρέπει να τις βλέπει ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Καλό είναι, λοιπόν, να αντιστεκόμαστε στην παρόρμησή μας να διορθώνουμε, διακόπτουμε, ή εμποδίζουμε την αυτοέκφραση των παιδιών και ιδανικά να μην παρεμβαίνουμε  αν αυτό δεν είναι απαραίτητο.

3. Αποφυγή

Με την αποφυγή προσποιούμαστε τάχα ότι δεν έχουμε προσέξει μία ανεπιθύμητη έκφραση του παιδιού προκειμένου να ξεχαστεί. Νομίζουμε πως έτσι δεν ενθαρρύνουμε την έκφρασή του και αργά ή γρήγορα θα πάψει να υπάρχει. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι μία σωστή πρακτική. Τα συναισθήματα των παιδιών αποκαλύπτουν και τα δικά μας συναισθήματα και μας δίνουν την ευκαιρία να βελτιωθούμε και οι ίδιοι. Μαθαίνοντας τον εαυτό μας μαθαίνουμε έπειτα και το παιδί μας. Αν ένα παιδί μάθει να αποφεύγει τα δυσάρεστα συναισθήματα, θα μάθει σταδιακά όχι μόνο να μην τα εκφράζει αλλά και να μην τα νιώθει καν. Έτσι όμως θα έχουμε ένα συναισθηματικά κενό παιδί ανίκανο να δημιουργήσει δεσμούς. Ή ακόμα, μπορεί ένα παιδί να υιοθετήσει προκλητική συμπεριφορά προκειμένου να τραβήξει την προσοχή μας. Εξάλλου, χρησιμοποιώντας την αποφυγή, μένουν ανικανοποίητες οι ανάγκες του παιδιού, οπότε ελλοχεύουν άλλα προβλήματα συμπεριφοράς που μπορεί να κλυδωνίσουν τη σχέση του γονιού με το παιδί.

4. Πρόκληση φόβου

Άλλη μία πρακτική που χρησιμοποιούν συχνά οι γονείς προκειμένου τα παιδιά να καταπνίξουν την έκφραση αρνητικών  συναισθημάτων είναι η πρόκληση φόβου. Αυτό το επιτυγχάνουν συνήθως με επιπλήξεις, μειωτικές παρατηρήσεις ή και τιμωρίες όταν το παιδί κλαίει ή είναι θυμωμένο. Παρεμποδίζοντας την αυτοέκφραση κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκαλούμε στο παιδί φόβο, ο οποίος σταδιακά θα μετατραπεί σε ανασφάλεια και υποτακτικότητα ή οργή και επιθετικότητα. Ωστόσο είναι σημαντικό να προσφέρουμε στα παιδιά συναισθηματική ελευθερία. Έτσι τους περνάμε το μήνυμα ότι η αγάπη μας είναι δεδομένη ανεξάρτητα από το πώς νιώθουν και τι βιώνουν.

Συχνά είμαστε εμείς που φοβόμαστε τα αρνητικά συναισθήματα.

Για αυτό και είναι απαραίτητο να καταπολεμήσουμε το δικό μας φόβο προκειμένου να μην φοβούνται και τα παιδιά να εκδηλώνουν τα δικά τους συναισθήματα. Έτσι θα μάθει να τολμά να αισθάνεται άφοβα και έπειτα να ξεπερνά τις άσχημες καταστάσεις που βιώνει πιο αποτελεσματικά. Καλό είναι, μάλιστα να έχουμε υπόψη ότι τα παιδιά διαφέρουν από τους ενήλικες. Ενώ ορισμένοι από εμάς μπορούν να ξεπεράσουν ένα συναίσθημα χωρίς να το εκφράσουν, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να εκφράσουν τα συναισθήματά τους σε κάποιον που θα τα καταλάβει και θα δείξει προσοχή. Αν ενθαρρύνουμε την αυτοέκφραση χωρίς να φοβόμαστε, τα παιδιά θα τα εκλάβουν ως προσωρινές εμπειρίες και θα προχωρήσουν εύκολα.

5. Το κλάμα ως μορφή αυτοέκφρασης των παιδιών

Η ικανότητα να κλαίμε εξυπηρετεί τη διαχείριση των έντονων συναισθημάτων. Τα παιδιά περνάνε διάφορα μηνύματα μέσα από το κλάμα τους και εμείς οφείλουμε να τα αποκωδικοποιούμε. Συχνά, όμως το κλάμα είναι το ίδιο ανάγκη για τα μωρά και τότε οφείλουμε να στηρίζουμε την ανάγκη τους να εκφραστούν με δάκρυα. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μωρά, το κλάμα είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τους. Οφείλουμε λοιπόν να ανταποκρινόμαστε ικανοποιώντας τις ανάγκες του, ακόμα και αυτή την ανάγκη του να κλάψει όταν πια όλες οι άλλες έχουν ικανοποιηθεί. Να δείχνουμε πάντα την ίδια στοργή και κατανόηση και να του προσφέρουμε την αγκαλιά μας που τη χρειάζεται σε κάθε στιγμή. Όταν καταφέρει να ενωθεί μαζί μας και να εξασφαλίσει την απόλυτη προσοχή μας θα βρει και πιο ευχάριστους τρόπους επικοινωνίας. Θα μας χαρίσει χαμόγελα και βλέμματα γεμάτα αφοσίωση και αγάπη. Μεγαλώνοντας τα παιδιά χρησιμοποιούν τις λέξεις για να εκφράσουν τις ανάγκες τους. Και πάλι όμως χρησιμοποιούν το κλάμα για να εκδηλώσουν σωματικό ή ψυχικό πόνο.

Συχνά πέφτουμε στην παγίδα να πιστεύουμε ότι ένα παιδί που κλαίει δεν είναι ευτυχισμένο.

Αυθόρμητα επιθυμούμε να βρούμε τρόπους για να σταματήσουμε το κλάμα του. Έτσι όμως είναι σαν να αρνούμαστε μία από τις βασικές του ανάγκες, αυτή του να εκφράζεται. Αν τα δάκρυα του παιδιού παρεμποδιστούν, θα βγουν με άλλες μορφές όπως επιθετικότητα, διαταραχές ύπνου ή διατροφής και άλλες συμπεριφορές ή και «τικ». Αν αντιληφθούμε τέτοιες συμπεριφορές ή αλλαγές στην καθημερινότητα του παιδιού μας καλό είναι να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη. Ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να έχει συσσωρευμένο άγχος ή πνιγμένα συναισθήματα και να το ενθαρρύνουμε να τα εκδηλώσει ώστε να ανακουφιστεί.

Βιβλιογραφία: Naomi Aldort, Αναθρέφοντας τα παιδιά μας αναθρέφουμε τον εαυτό μας, Μετάφραση: Μαϊα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Αλκυών 2010, σελ. 157-174