Πολλοί γονείς πιστεύουν πως η εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους μπορεί να πληγώσει τα παιδιά.

Αυτό μπορεί πράγματι να συμβεί αν αποδίδουμε τα συναισθήματά μας σε συμπεριφορές των παιδιών, καθιστώντας τα υπεύθυνα για ό,τι νιώθουμε. Οπότε έχει σημασία με ποιον τρόπο θα γίνει η εξωτερίκευση. Έστω ότι κατηγορούμε ένα παιδί επειδή δεν βοηθά με τις δουλειές του σπιτιού λέγοντας του ότι μας εξοργίζει η αδιαφορία του. Προφανώς και θα του προκαλέσουμε δυσφορία και ανυπακοή. Αν όμως εκφραστούμε με ουδέτερο τρόπο, εκφράζοντας μεν ρητά την επιθυμία μας αλλά χωρίς να επιρρίπτουμε ευθύνες, τότε δεν το πληγώνουμε.

Στο ίδιο παράδειγμα, μπορούμε να πούμε λόγου χάρη ότι μας κουράζει να κάνουμε εμείς όλες τις δουλειές και ότι θα θέλαμε λίγη βοήθεια και από τα παιδιά. Το σημαντικό είναι, δηλαδή, να μην μετακυλήσουμε στα παιδιά το βάρος των συναισθημάτων μας. Γι’ αυτό καλό είναι να αποφεύγουμε και τις ηθικολογίες όπως: «πρέπει να συμμετέχεις», «έχεις υποχρέωση να βοηθάς» ή άλλα παρόμοια. Καλύτερα να λέμε ευθέως στα παιδιά ότι χρειαζόμαστε τη βοήθειά τους. Όχι όμως να την απαιτούμε. Είναι πολύ πιθανότερο να μας την προσφέρουν αν τη ζητήσουμε με τρόπο που τους αφήνει το περιθώριο της επιλογής. Να ξέρουν ότι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν (π.χ. «Μπορείς να με βοηθήσεις να τακτοποιήσω τα ρούχα στη ντουλάπα;»).

μπαμπας

Εννοείται πως όταν δίνουμε τη δυνατότητα επιλογής θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε και το «όχι» σαν απάντηση.

Και καλό είναι να το σεβαστούμε. Να καταλάβουμε ότι η βοήθεια που ζητάμε είναι προσωπική μας ανάγκη, την οποία δεν είναι υποχρεωμένο το παιδί να καλύψει. Το παιδί δεν ενδιαφέρεται για το αν το σπίτι είναι τακτοποιημένο ή όχι. Επίσης δεν θα πρέπει να επιλέγει με σκοπό να μας ευχαριστήσει ή να μην μας απογοητεύσει. Θα πρέπει η επιλογή του να ταυτίζεται με την επιθυμία του και να ικανοποιεί το ίδιο, όχι εμάς. Αν οι επιθυμίες και επιλογές μας συγκρούονται διαρκώς, καλό είναι να κάνουμε μία συζήτηση με το παιδί. Να παραθέσουμε τα εκατέρωθεν «θέλω» και να βρούμε μία αμοιβαία αποδεκτή λύση.

Θα μας είναι πολύτιμο να αναλογιστούμε ότι συχνά οι προσδοκίες μας δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικά «θέλω» μας. Αν, μάλιστα, προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από αυτές, βιώνουμε τις σχέσεις μας πολύ πιο ουσιαστικά και ευχάριστα.  Υπάρχουν σίγουρα φορές που οι συνθήκες μας πιέζουν και μας υποχρεώνουν να απαιτήσουμε συγκεκριμένη στάση από τα παιδιά. Για παράδειγμα όταν πρέπει να ετοιμαστούν σε καθορισμένο χρόνο για το σχολείο ή όταν αναγκαζόμαστε να τα πάρουμε μαζί μας σε κάποια δουλειά. Καλό είναι πρώτα να προσαρμόσουμε τις συνθήκες έτσι ώστε να προκύπτει η μικρότερη δυνατή πίεση για τα παιδιά. Π.χ η προετοιμασία από το προηγούμενο βράδυ των ρούχων για το σχολείο πάντα βοηθά. Ή η διαφοροποίηση του προγραμματισμού ώστε να κάνουμε όσες περισσότερες δουλειές γίνεται χωρίς παιδιά. Συνεπώς, βοηθάει να μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία φιλτραρίσματος πριν από την εξωτερίκευση κάποιας προσδοκίας.

μπαμπάς τηλεόραση παιδί παίζει

Εν ολίγοις, ο βαθμός ανταπόκρισης του παιδιού στις δικές μας ανάγκες συναρτάται με τον τρόπο που τις εξωτερικεύουμε.

Εκφράσεις όπως: «Με εκνευρίζεις», «Με απογοητεύεις», «Με ζάλισες με τη φασαρία/φλυαρία σου», «Δεν βγάζω άκρη μαζί σου»,  «Με κουράζεις», «Δεν σε αντέχω» και άλλες παρόμοιες, μετακυλύουν  την ευθύνη των συναισθημάτων μας στα παιδιά. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη γλώσσα του σώματος, με εκφράσεις του προσώπου ή με συγκεκριμένες χειρονομίες. Καλό είναι να τις εντοπίσουμε και να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε τη χρήση τους όσο περισσότερο μπορούμε.

Συχνά οι γονείς επιλέγουν να κρύβουν τα έντονα, ιδίως αρνητικά, συναισθήματα, για να προστατεύσουν τάχα τα παιδιά. Ωστόσο, έτσι τα διδάσκουν να κρύβουν και τα ίδια, ακόμα και να φοβούνται αυτά τα συναισθήματα. Συγχρόνως, αφήνουμε στη φαντασία τους το ελεύθερο να βρει την αιτία του θυμού, του φόβου ή της λύπης μας. Και τις περισσότερες φορές καταλήγουν να πιστεύουν ότι εκείνα μας προκάλεσαν τα συναισθήματα αυτά με κάποια άσχημη πράξη ή συμπεριφορά τους.

Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι προτιμότερο είτε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας είτε να εκφραζόμαστε σαφώς προς τα παιδιά, χωρίς, όμως, λεπτομέρειες.

Μπορούμε δηλαδή απλώς να πούμε: «Έχω αναστατωθεί/θυμώσει στεναχωρηθεί με κάτι που έγινε στη δουλειά ή επειδή ή φίλη μου αρρώστησε και θέλω να μείνω μόνη/ να μιλήσω με το μπαμπά σου». Το μήνυμα και μάθημα των παραπάνω φράσεων είναι διττό. Ενέχει τόσο την εξωτερίκευση του συναισθήματος όσο και τη συζήτηση για αυτό χωρίς φόβο ή ενοχές. Έτσι τα παιδιά διδάσκονται την ελευθερία της έκφρασης και συγχρόνως αποκτούν ψυχική δύναμη.

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει λόγος να κρύβουμε από τα παιδιά τα συναισθήματά μας (εκτός από τις γονικές ανησυχίες μας για τα ίδια, την υγεία, το μέλλον, την πρόοδό τους κλπ). Αρκεί να μην τα συνδέουμε με οποιαδήποτε μομφή ή επίκριση προς τα ίδια  και γενικότερα να μην επιρρίπτουμε ευθύνες σε άλλους για αυτά. Διδάσκοντας τα παιδιά να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, μαθαίνουν και να τα αφήνουν πίσω τους, χτίζοντας έτσι την ψυχική τους ισορροπία.

Βιβλιογραφία: Naomi Aldort, Αναθρέφονται τα παιδιά μας αναθρέφουμε τον εαυτό μας, σελ. 208-214, Μετάφραση: Μαϊα Παπαγιαννοπούλου, εκδόσεις Αλκυών 2010